7ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου Αττικής
Εικονογράφηση:
Τμήματα ΣΤ, Ε1, Ε2, Ε3
Υπεύθυνος Ομάδων: ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΟΥΡΑΣ

Ο Άρης στο Διάστημα
Ανδρέας Αντωνιάδης Ε3
Άννα Πετράκη Ε1
Αντώνης Σαρίκας Ε1
Ασπασία Φαλλή Ε1
Βάλια Μολυβά Ε3
Γιάννης Μαντάος Ε3
Γιώργος Αντωνακόπουλος Ε1
Διονυσία Λογοθέτη Ε3
Ευαγγελίνα Μιχαλοπούλου Ε1
Κώστας Τασιόπουλος Ε1
Μαριτίνα Ιωακείμ Ε3
Μαρκέλλα Διαμαντίδη Ε3
Φάμπιο Κόσοβα Ε3
Φώτης Νανόπουλος Ε3
Ο μικρός Άρης κοίταζε θαμπωμένος τις φωτεινές πινακίδες που αναβόσβηναν με τα γράμματα «ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ», «ΔΙΑΣ», «ΚΡΟΝΟΣ», «ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ». Γύρω του το διαστημοδρόμιο ήταν γεμάτο κόσμο που έτρεχε προς τις πινακίδες βουίζοντας σαν χαρούμενο μελίσσι. Οι μισοί τουλάχιστον δεν ήταν γήινοι. Ο Άρης ήταν μόλις 8 χρονών κι οι παράξενες μορφές τους κανονικά θα του προκαλούσαν τρόμο. Αλλά στο 3022 μ.Χ. αυτό δεν είχε σημασία. Στον κόσμο του Άρη γήινοι κι εξωγήινοι ήταν όλοι το ίδιο. Λαχταρούσε κι αυτός να τρέξει προς τις πινακίδες. Πίσω τους άρχιζαν οι κυλιόμενες σκάλες που θα τον πήγαιναν στο διαστημόπλοιο για τον Πλούτωνα. Αυτό το διαστημόπλοιο θα του έδινε πίσω την υγεία του.
Αλλά δε μπορούσε. Ένα τροχαίο ατύχημα του είχε στερήσει τα ποδαράκια του και τον είχε καθηλώσει σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι. Δίπλα του ο πατέρας του αγωνιζόταν να κρύψει τον εκνευρισμό και την αγωνία του.
-Θα αργήσουμε πολύ να φτάσουμε στον Πλούτωνα, μπαμπά;
Ο πατέρας του χαμογέλασε. Στον Πλούτωνα βρίσκονταν τα νοσοκομεία για τις πιο σπάνιες νευροχειρουργικές; επεμβάσεις.
-Μόνο τρεις μέρες. Σε μια βδομάδα θα παίζεις κυνηγητό με τους συμμαθητές σου.
Τους πλησίασαν δυο νοσοκόμοι ντυμένοι με λευκές στολές.
Τα περίεργα πρόσωπά τους με τα κόκκινα μάτια και τα μυτερά αυτιά έδειχναν ευγένεια και καλοσύνη. -Τι κάνεις, Άρη; Πάμε; Θα πάρουμε τη ράμπα που πηγαίνει στο διαστημόπλοιο. Ύστερα θα σας τακτοποιήσουμε στο δωμάτιό σας.
Το διαστημόπλοιο ήταν μεγάλο και στρογγυλό. Στο κέντρο του απλωνόταν ένα τεράστιο σαλόνι με καναπέδες και στρογγυλά τραπεζάκια. Οι μεταλλικοί τοίχοι ήταν γεμάτοι παράθυρα φτιαγμένα από ειδικό γυαλί. Γύρω-γύρω ξεκινούσαν διάδρομοι. Οι νοσοκόμοι μπήκαν στο διάδρομο που είχε τον αριθμό 120.
Άνοιξαν μια πόρτα και φανέρωσαν ένα μεγάλο και μοντέρνο δωμάτιο. Οι τοίχοι του ήταν φτιαγμένοι από αδιαπέραστο γυαλί με φωτεινό γαλαζοπράσινο χρώμα. Όλα εκεί μέσα ήταν αυτόματα κι όλα θύμιζαν τις ομορφιές στη γη.
Οι νοσοκόμοι τακτοποίησαν το αγοράκι στο μαλακό κρεβάτι του, χαιρέτισαν τον πατέρα κι ετοιμάστηκαν να φύγουν.
-Για ό, τι χρειαστείτε, πατήστε αυτό το κουμπί.
Ο πατέρας χάιδεψε τα μαλλιά του Άρη.
-Θέλεις να πάμε μια βόλτα στο σαλόνι; Θα πιούμε και χυμό.
-Όχι τώρα. Μπαμπά. Κουράστηκα. Θέλω να κοιμηθώ λίγο. Πήγαινε εσύ.
-Θα είσαι εντάξει;
-Ναι.
Η πόρτα άνοιξε κι έκλεισε μαλακά. Ο πατέρας βγήκε. Ο μικρός Άρης αναστέναξε. Πόσο του έλειπε η μητέρα του! Ήταν τριών χρονών όταν την έχασε. Τον είχε μαζί της στο αυτοκίνητο όταν έπαθαν το τροχαίο. Ο πατέρας του τον πρόσεχε και τον αγαπούσε πολύ, αλλά η ψυχούλα του λαχταρούσε το χαμόγελο, την τρυφερότητα και τα χάδια της μάνας. Τα μάτια του βάρυναν. Αποκοιμήθηκε βουρκωμένος.
Τον ξύπνησε ένα απαλό, αλλά έντονο φως. Στην άκρη του κρεβατιού καθόταν η μητέρα του. Τον κοίταζε ανήσυχη, αλλά χαμογελαστή.
-Μαμά!
-Άρη μου!
Όρμησε να την αγκαλιάσει, αλλά τα χεράκια του έπιασαν αέρα. Η μητέρα του όμως ήταν εκεί.
-Γιατί με άφησες, μαμά; είπε με παράπονο. Γιατί δεν είσαι μαζί μου στην εγχείριση; Εγώ φταίω που έφυγες;
-Όχι, αγόρι μου. Δικό μου είναι το φταίξιμο. Μη στενοχωριέσαι. Και βέβαια θα είμαι μαζί σου. Πάντα. Κάθε φορά που θα με σκέφτεσαι και θα με χρειάζεσαι θα είμαι δίπλα σου.
-Μη φύγεις μαμά!
-Πρέπει, αγόρι μου. Όμως θα ιδωθούμε πάλι.
Το φως έσβησε. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο πατέρας του.
-Ξύπνησες, αγόρι μου; Κοντεύουμε να φτάσουμε στον Άρη. Εκεί έξω υπάρχει ένας καταπληκτικός θόλος. Φαίνονται τα αστέρια κι οι πλανήτες. Είναι σα να περπατάς στο διάστημα. Πάμε;
Πήγαν. Ο θόλος ήταν κι αυτός γεμάτος κόσμο. Γύρω τους απλωνόταν μεγαλόπρεπος ο σκοτεινός ουρανός. Έμοιαζαν όλοι να κολυμπούν ανάμεσα στ’ αστέρια. Στο βάθος κοκκίνιζε ο πλανήτης Άρης. Τον είχαν προσπεράσει και τραβούσαν για τον Κρόνο.
Δεν υπήρχαν παιδιά ανάμεσά τους. Οι άνθρωποι ταξίδευαν για τις δουλειές τους. Ο Άρης ένιωσε ότι τον κοίταζαν. Γύρισε το βλέμμα του. Πέντε μέτρα μακριά του στεκόταν ένα ανθρωπάκι πιο μικρό απ’ αυτόν. Το μουτράκι του ήταν ζαρωμένο και κάπως άσχημο, αλλά τα μάτια του σπίθιζαν από εξυπνάδα κι ευγένεια. Ο Άρης τον πλησίασε.
-Γεια σου. Με λένε Άρη. Επιτέλους ένα παιδί!
-Είμαι 20 χρονών. Δεν έχεις ξαναδεί νάνο;
-Μόνο στα παραμύθια. Πώς σε λένε;
-Μάνι. Πας για εγχείριση, ε;
-Ναι.
-Κι εγώ. Λένε πως μου δώσουν μια ορμόνη θα ψηλώσω κανονικά. Δεν το πολυπιστεύω.
Ο πατέρας τους πήγε στο σαλόνι για αναψυκτικά. Καθώς άπλωνε στο τραπέζι τα ποτήρια με τα αναψυκτικά κι ένα φλιτζάνι καφέ δικό του, ο καυτός καφές χύθηκε στα πόδια του Άρη. Όμως δεν έφτασε ποτέ εκεί. Ο Μάνι άπλωσε το δάχτυλό του και το φλιτζάνι στάθηκε όρθιο πάνω στο τραπέζι γεμάτο ζεστό καφέ που άχνιζε. Ο Άρης κι ο πατέρας του τον κοίταξαν με έκπληξη.
-Τι είναι αυτό που έκανες; ρώτησε ο Άρης. Είσαι μάγος;
-Ε, στον πλανήτη μου έχουμε ειδικές ικανότητες, χαμογέλασε πονηρά ο Μάνι. Θέλεις να κάνουμε παρέα; Θα σε προσέχω κιόλας. Αν φυσικά το επιτρέπει κι ο μπαμπάς σου.
Ήταν αργά. Τα φώτα στο διαστημόπλοιο χαμήλωσαν κι όλοι γύρισαν στα δωμάτιά τους. Ο Άρης κι ο πατέρας του ξάπλωσαν. Ο πατέρας πάτησε ένα κουμπί και το δωμάτιο σκοτείνιασε. Από το παράθυρο έβλεπαν τα αστέρια να λάμπουν.
Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές και τρέξιμο απ’ έξω. Κάποιοι πάλευαν στο διάδρομο.
-Κλέφτες! Πιάστε τους!
-Προς τα πού πήγαν;
-Στο μηχανοστάσιο! Γρήγορα!
Ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Η πόρτα άνοιξε κι ένας αστροναύτης του πληρώματος φάνηκε στο κατώφλι.
-Είστε εντάξει; ρώτησε λαχανιασμένος;
-Τι συμβαίνει;
-Πηγαίνετε το παιδί στο ιατρείο, δεν είναι ασφαλές εδώ πια. Ύστερα ελάτε μαζί μας στο διάδρομο 56. Μια συμμορία εξωγήινων μπήκαν στο πλοίο σαν επιβάτες. Πήραμε σήμα από τη γη. Τους; έψαχναν παντού. Είναι εδώ. Μπήκαν σ’ ένα δωμάτιο, επιτέθηκαν σ’ έναν επιβάτη κι άρπαξαν τις πιστωτικές του κάρτες. Προσπάθησε να τους σταματήσει, αλλά τον χτύπησαν και το έσκασαν.
-Και πώς θα τους βρούμε; Το πλοίο είναι τεράστιο!
-Θα προσγειωθούμε για λίγο στον Κρόνο. Θα καλέσουμε την ομάδα έρευνας. Μάλλον είναι στο μηχανοστάσιο και φοβόμαστε μην κάνουν ζημιά.
Ο πατέρας έφυγε τρέχοντας για το ιατρείο με τον Άρη στην αγκαλιά του. Τον άφησε ανάμεσα στους γιατρούς και τους νοσοκόμους κι έφυγε. Μια νοσοκόμα πλησίασε τον Άρη.
-Κάποιος Μάνι ζητάει να σε δει. Τον γνωρίζεις;
-Αφήστε τον να έρθει, σας παρακαλώ. Είναι φίλος μου.
-Άρη, πάρε αυτό.
-Τι είναι;
-Ένα μενταγιόν.
-Τι να το κάνω;
-Θα σε προστατέψει από τους κακούς, αν πέσουν πάνω μας. Σε λίγο προσγειωνόμαστε στον Κρόνο και τους κυνηγάνε μέσα στο πλοίο. Μπορεί να φτάσουν κι εδώ.
Ξαφνικά το παράθυρο άνοιξε κι έκλεισε ξανά. Αυτό που είδαν τους έκοψε την ανάσα. Ένα πανύψηλο, τερατώδες πλάσμα τους κοίταζε με κακία. Στα τέσσερα χέρια του κρατούσε μεταλλικά αστέρια που έβγαζαν πολύχρωμες ακτίνες κι έμοιαζαν με όπλα.
Πέταξε το ένα πάνω στον Άρη που δεν πρόλαβε να κουνήσει το καροτσάκι του. Ο Μάνι άπλωσε τα χέρια του. Δεν υπήρχε πια Άρης αλλά μια χρυσή ασπίδα με ένα μενταγιόν στο πλάι. Το αστέρι έσκασε πάνω της, αλλά οι ακτίνες του χτύπησαν το μέταλλο κι εξαφανίστηκαν.
Τότε ο εξωγήινος στράφηκε στο Μάνι. Ένα δεύτερο αστέρι εκτοξεύτηκε από το χέρι του. Ο Μάνι βούτηξε στο πάτωμα κι άπλωσε το χέρι του. Στη θέση της ασπίδας στεκόταν τώρα ο Άρης.Ο Μάνι ούρλιαξε:
-Πάτα δυνατά το μενταγιόν!
Μια ακτίνα βγήκε από το μενταγιόν και συγκρούστηκε με το αστέρι. Ακούστηκε ένα απαλό «παφ!» και το αστέρι εξαφανίστηκε. Ο Άρης σαστισμένος άφησε το μενταγιόν να γλιστρήσει από το χέρι του. Το ένα χέρι του εξωγήινου το μάζεψε από το πάτωμα. Γέλασε απαίσια. Όμως, δεν ήταν πια μόνος του. Πίσω του στεκόταν η μητέρα του Άρη. Αγκάλιασε τον εξωγήινο κι εξαφανίστηκαν μαζί. Ο Μάνι ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα.
-Η μαμά μου! Έφυγε πάλι!
Απ’ έξω ακούγονταν φωνές.
-Τους πιάσαμε! Ήταν δυο! Τους κατέβασαν στον Κρόνο!
Η μητέρα του εμφανίστηκε μόνη και του χάιδεψε τα μαλλιά.
-Παιδί μου, δε με χρειάζεσαι πια.
-Μη μ’ αφήνεις, μαμά! Δεν έχω φτάσει ακόμα στον Πλούτωνα.
-Ξέρω ότι θα τα καταφέρεις μόνος σου. Είναι πολύ γενναίο το αγόρι μου.
Η μορφή της έσβησε για πάντα. Ο Άρης δάκρυσε.
-Ναι, μαμά. Θα τα καταφέρω για το χατίρι σου.
Κάποιος τον κουνούσε απαλά. Άνοιξε τα μάτια του. Είδε τον πατέρα του και πίσω του τους δυο νοσοκόμους. Βρισκόταν στο δωμάτιό του.
-Έλα, Άρη μου. Ξύπνα επιτέλους! Σε λίγο κατεβαίνουμε.
-Φεύγουμε από τον Κρόνο;
-Τώρα ο Κρόνος! Φτάσαμε στον Πλούτωνα.
-Κι ο Μάνι; Ο Ο εξωγήινος; Η μαμά;
Ο πατέρας του τον κοίταξε τρυφερά.
-Μάλλον είδες ένα ωραίο όνειρο, αγόρι μου. Θα τα πούμε. Έλα τώρα....
Το διαστημόπλοιο προσγειώθηκε στον Πλούτωνα, μια όμορφη μέρα του 3052. Ένας νεαρός άντρας βγήκε τρέχοντας και μπήκε στο θόλο της αποικίας. Ένας ηλικιωμένος κύριος τον περίμενε στην είσοδο. Άπλωσε το χέρι του.
-Ο κύριος Άρης Παυλίδης; Χαίρω πολύ, γιατρέ.
-Χαίρω πολύ. Είστε ο καινούριος υποδιευθυντής του Νοσοκομείου Παιδικών Κινητικών Προβλημάτων, ε;
-Ανέλαβα καθήκοντα πριν από μια βδομάδα. Πώς περάσατε στη Γη;
-Όμορφα, αλλά έχουμε πολλή δουλειά εδώ. Χαίρομαι που γύρισα. Το ξενοδοχείο πώς πάει;
- Περίφημα. Εγκαθιστούμε εκεί τους συγγενείς των παιδιών. Όλοι είναι πολύ ευχαριστημένοι. Εδώ θέλουν να σας βραβεύσουν για τα ιδρύματα που φτιάξατε.
-Με έχουν βραβεύσει ήδη. Ήρθα εδώ με ένα αναπηρικό αμαξίδιο κι έφυγα κλωτσώντας μια μπάλα.
Απομακρύνθηκαν κουβεντιάζοντας ξένοιαστα...
Ο Ιππότης της Ουαλίας
Συγγραφείς:
Άγγελος Σκουλίδης ΣΤ
Αλφόνσο Τσάμης Ε2
Αμαρυλλίς Γκίκα ΣΤ
Αναστασία Φύτρου Ε2
Αντώνης Γαλάτης ΣΤ
Αργυρώ Κακατσάκη ΣΤ
Άρης Ξενάκης ΣΤ
Δέσποινα Φούρκα Ε2
Καντρίνα Ταμπάκου Ε2
Κώστας Καϊδαντζής ΣΤ
Μανώλης Κοκολάκης Ε2
Μιχάλης Τσουμπός ΣΤ
Παναγιώτης Τσιπλακίδης ΣΤ
Πηνελόπη Κολιού ΣΤ
Ρέα Λύκου Ε2
Φρόσω Ζαγανά Ε2
Μια φορά κι έναν καιρό, τον 6ο αιώνα στην Ουαλία, ζούσε ο σερ Άρθουρ, ένας σπουδαίος ιππότης της εποχής. Ζούσε με τη μητέρα του σε ένα τεράστιο, πέτρινο κάστρο. Ο πύργος περιτριγυριζόταν από απέραντα χωράφια, ένα μεγάλο δάσος όπου κυνηγούσε αλεπούδες κι ελάφια, χωριά με πλίθινα καλυβάκια όπου έμεναν οι αγρότες και λιμνούλες με πάπιες. Όλα ανήκαν στο σερ Άρθουρ. Τα είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Ένα από τα χωριουδάκια ήταν το Χίλσγουικ. Εκεί ζούσε η Ιουλία, μια χωριάτισσα κοπέλα.
Σ’ ένα κάστρο του Λονδίνου ζούσαν οι Βάγκος, μια οικογένεια γαιοκτημόνων που είχε ένα τεράστιο φέουδο. Καθώς κατακτούσαν ολοένα και περισσότερα χωριά και δάση και τα πρόσθεταν στο φέουδό τους, απλώθηκαν πολύ μακριά. Απειλούσαν να καταβροχθίσουν ολόκληρη την Ουαλία. Ο σερ Άρθουρ κι οι ιππότες του έδιναν συχνά μάχες μαζί τους για να τους διώξουν από τα εδάφη τους και να προστατέψουν τα κάστρα τους από τη λεηλασία. Κι ως τώρα τα είχαν καταφέρει.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό ο σερ Άρθουρ αποφάσισε να κάνει μια βόλτα μόνος του. Καβάλα στο άλογό του τράβηξε αμέριμνος κατά το δάσος. Χιλιάδες ζωύφια και ζουζούνια βούιζαν γύρω του. Χρυσόμυγες, πασχαλίτσες, σφήκες, αγριομέλισσες, σκορπιοί, σαύρες, σαρανταποδαρούσες, φίδια και πεταλούδες οργίαζαν. Πολύχρωμα πουλιά κι αγρίμια κρύβονταν στα ψηλά δέντρα και τους θάμνους. Μικρές πηγές έχυναν το δροσερό νερό τους στο χώμα. Τα αυτιά του χάιδευε μια ουράνια μελωδία από το σάλεμα των κλωναριών ως το κελάηδημα των πουλιών και το λάλημα των τζιτζικιών.
Ξαφνικά από τις λόχμες πήδηξε μια αρκούδα και σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Το άλογο αφήνιασε, σήκωσε τα μπροστινά του πόδια ψηλά και χλιμίντρισε διαπεραστικά. Ο Άρθουρ κράτησε σφιχτά το χαλινάρι, αλλά το άλογο είχε τρελαθεί. Με ένα δεύτερο τίναγμα τον γκρέμισε στο έδαφος. Ο Άρθουρ λιποθύμησε.
Ξύπνησε σε μια καλύβα. Ήταν ξαπλωμένος χωρίς την πανοπλία του. Όλο του το σώμα πονούσε. Προσπάθησε να κουνήσει το δεξί του χέρι αλλά δε μπορούσε. Με το αριστερό έψαξε το πρόσωπό του. Ήταν γεμάτο χόρτα. Έπιασε λίγο αίμα. Το ένα του πόδι βρισκόταν ανάμεσα σε δυο ξύλα. Προσπάθησε να σηκωθεί.
-Μη σηκώνεσαι, άκουσε μια γυναικεία φωνή.
Κοίταξε προς την πόρτα. Μια κοπέλα στεκόταν στο κατώφλι και τον κοίταζε. Κρατούσε μια πήλινη κανάτα.
-Πού είμαι; τη ρώτησε. Εσύ μένεις εδώ;
-Με λένε Ιουλία κι είσαι στο Χίλσγουικ. Σε βρήκαμε με τη μητέρα μου στο δάσος. Οι άντρες του χωριού βοήθησαν να σε φέρουμε εδώ. Ήσουν μισοπεθαμένος.
Μια γυναίκα μπήκε στην καλύβα. Κρατούσε μια πήλινη πιατέλα με βότανα.
-Καλημέρα, αφέντη, είπε. Έχεις σπασμένα κόκκαλα και βαθιές πληγές στο πρόσωπο. Αν μείνεις ήσυχος κι ακίνητος, σε τρεις βδομάδες θα συνέρθεις. Ιουλία, βοήθησέ με να του δώσουμε νερό. Μετά θα του αλλάξουμε τα βότανα.
-Με γνωρίζεις; τη ρώτησε ο Άρθουρ.
-Ναι, αφέντη. Πολύ καλά. Το Χίλσγουικ είναι ένα από τα χωριά σου.
Ο Άρθουρ έμεινε ακίνητος κι άφησε να τον περιποιηθούν. Όταν τέλειωσαν, η μητέρα στράφηκε στην κόρη.
-Πήγαινε να αρμέξεις την αγελάδα και φέρε λίγο γάλα. Έχει πυρετό, αλλά θα πεινάει.
Το κορίτσι βγήκε.
-Ποια είσαι; ξαναρώτησε ο Άρθουρ.
-Με λένε Μοργκχάουζ. Είμαι η μάγισσα του χωριού.
-Μάγισσα;!
-Μη φοβάσαι. Είμαι καλή μάγισσα κι εσύ είσαι καλός αφέντης. Δε μας βασανίζεις.
- Full access to our public library
- Save favorite books
- Interact with authors
7ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου Αττικής
Εικονογράφηση:
Τμήματα ΣΤ, Ε1, Ε2, Ε3
Υπεύθυνος Ομάδων: ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΟΥΡΑΣ

Ο Άρης στο Διάστημα
Ανδρέας Αντωνιάδης Ε3
Άννα Πετράκη Ε1
Αντώνης Σαρίκας Ε1
Ασπασία Φαλλή Ε1
Βάλια Μολυβά Ε3
Γιάννης Μαντάος Ε3
Γιώργος Αντωνακόπουλος Ε1
Διονυσία Λογοθέτη Ε3
Ευαγγελίνα Μιχαλοπούλου Ε1
Κώστας Τασιόπουλος Ε1
Μαριτίνα Ιωακείμ Ε3
Μαρκέλλα Διαμαντίδη Ε3
Φάμπιο Κόσοβα Ε3
Φώτης Νανόπουλος Ε3
- < BEGINNING
- END >
-
DOWNLOAD
-
LIKE(28)
-
COMMENT()
-
SHARE
-
SAVE
-
BUY THIS BOOK
(from $16.39+) -
BUY THIS BOOK
(from $16.39+) - DOWNLOAD
- LIKE (28)
- COMMENT ()
- SHARE
- SAVE
- Report
-
BUY
-
LIKE(28)
-
COMMENT()
-
SHARE
- Excessive Violence
- Harassment
- Offensive Pictures
- Spelling & Grammar Errors
- Unfinished
- Other Problem
COMMENTS
Click 'X' to report any negative comments. Thanks!