Το “To προσφυγόπουλο της Κερύνειας” γράφτηκε από τα σχολεία:
1.Δημοτικό Σχολείο Κιτίου,Kύπρος
2.Δημοτικό Σχολείο Ορχομενού,Ελλάδα
3.Ιδ. Δημ. Σχ. ΔΔΜΝ Ναυστάθμου Κρήτης, Χανιά,Ελλάδα
4.7/θ Δημοτικό Σχολείο Σταυρακίου Ιωαννίνων, Ελλάδα
5.7ο Νηπιαγωγείο Ιωαννίνων, Ελλάδα
6.2ο Δημοτικό σχολείο Γρεβενών, Ελλάδα
7.3ο Δημοτικό σχολείο Γρεβενών, Ελλάδα
8.10ο Δημοτικό σχολείο Αιγάλεω, Ελλάδα
9.9ο Δημοτικό σχολείο Λάρισας, Ελλάδα
10.Δημοτικό Σχολείο Ασγάτας,Κύπρος
1. Μαύρος ουρανός. Ε΄1, Ε΄2, Ε΄3, Δημοτικό Σχολείο Κιτίου(Κύπρος)
2. Σαν να άκουσα πάλι τη φωνή της μάνας μουΔ΄1, 2ο Δημοτικό Σχολείο Ορχομενού(Ελλάδα)
3. . «Πού θα πάμε, μάνα;» Δημοτικό Σχολείο ΔΔΜΝ - Ναύσταθμος Κρήτης(Ελλάδα)
4. «Χαμένες πατρίδες», Γ΄2, Ε΄1, Δημοτικό Σχολείο Σταυρακίου Ιωαννίνων(Ελλάδα)
5. Κρύο πολύ και όλα τα δέντρα γεμάτα κρυστάλλους. 7ο Νηπιαγωγείο Ιωαννίνων, 1ο τμήμα(Ελλάδα)
6. Ένα ήταν το όνειρό μου. Ε΄2, 3ο Δημοτικό Σχολείο Γρεβενών(Ελλάδα)
7. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη γιαγιά Βασιλική. 2ο Δημοτικό Σχολείο Γρεβενών, Γ΄ τάξη(Ελλάδα)
8. «-Οϊ γιε μου. Εν κλαίω.» 9ο Δημοτικό Λάρισας τμήμα Δ΄1(Ελλάδα)
9. Άραγε θα ήταν ευχάριστα τα νέα που θα μαθαίναμε εκεί; 10ο δημοτικό σχολείο Αιγάλεω, τμήμα Α΄1(Ελλάδα)
10.Αρχίζουμε να κάνουμε και πάλι όνειρα. Δ΄-Στ΄ τάξη, Δημοτικό Aσγάτας(Κύπρος)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Μαύρος ουρανός, αεροπλάνα, αλεξιπτωτιστές, βομβαρδισμοί, καπνοί, εκρήξεις « Κύριε, κύριε μπορείτε να κατεβείτε. Έχουμε προσγειωθεί»,η φωνή της αεροσυνοδού με επαναφέρει.«Συγγνώμη», τόλμησα να πω και βγήκα από το αεροπλάνο. Τα μάτια μου κοιτάζουν τον ουρανό. Σαράντα τρία χρόνια μετά πιο γαλανός το μαύρο χρώμα έβαψε πλέον την ψυχή μας. Φέτος άνοιξαν για πρώτη φορά τα σύνορα στα κατεχόμενα (ούτε να προφέρω τη λέξη δεν μπορώ) και η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάω πίσω να δω τη γειτονιά μας, το σπίτι που γεννήθηκα.Είχαμε φύγει βιαστικά και εγώ μικρός τότε ρωτούσα συνεχώς τη μητέρα μου:
-Γιατί φεύγουμε μάνα; Γιατί;
-Μας διώχνουν γιε μου οι Τούρκοι. Θα ξανάρθουμε όμως, μου απάντησε με φωνή τρεμάμενη.
Και να μαι εδώ. Πίσω στην πατρίδα μου. Πίσω στην Κύπρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Προχωρώντας στους διαδρόμους του αεροδρομίου, ανάμεσα στο πλήθος, παρατηρώ μια οικογένεια που παρηγορεί το παιδί της για το τέλος των διακοπών. Πόσο παράξενο, σκέφτομαι. Ο μικρός έχει δακρυσμένα μάτια επειδή γυρνάει σπίτι του.
Σαν να άκουσα πάλι τη φωνή της μάνας μου
-Μην είσαι λυπημένος. Σου υπόσχομαι ότι σε λίγο καιρό θα είναι όλα πολύ διαφορετικά, μου έλεγε. -Μην υπόσχεσαι ψέματα μαμά, της απαντούσα. Στο μαύρο όσο άσπρο κι αν ρίξεις πάντα θα έχεις γκρι.Τα πόδια μου τρέμουν καθώς προχωρώ προς την έξοδο του αεροδρομίου. Τότε δεν αφήσαμε απλά ένα σπίτι. Συγγενείς, φίλοι, στιγμές, πατρίδα, μια ζωή ολάκερη κλείστηκε για πάντα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας στην Κερύνεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
...Παίρνω ένα ταξί. Θέλω να ξαναβρεθώ στην πόλη μου, στο σπίτι μου. Να το δω. Έστω και σαν ένας επισκέπτης. Καθώς κοιτάζω τους δρόμους, μου φαίνονται πιο μικροί. Πλησιάζω. Αυτή είναι η τελευταία στροφή πριν το σπίτι μου. Είμαι τώρα ακριβώς έξω από αυτό... Κατεβαίνω. Κοντοστέκομαι απέναντι. Το μυαλό μου γεμίζει φωνές. Έρχονται στ’ αφτιά μου οι φωνές των φίλων μου. Σαράντα τρία χρόνια πριν.Παίζουμε στο δρόμο που δεν έχει τόσα αυτοκίνητα όπως σήμερα. Γέλια, χαρά, σκανταλιές!
Και η μυρωδιά από τις λεμονιές που είναι φυτεμένες σε κάθε πεζοδρόμιο! Σα να ακούω τώρα τη φωνή της μάνας μου να με φωνάζει να πάω στο σπίτι να φάω.
Επανέρχομαι στην πραγματικότητα καθώς βλέπω μια οικογένεια να βγαίνει από το σπίτι. Το σπίτι μου. Είναι μία γυναίκα με έναν άντρα και ένα μικρό παιδί. Γύρω στα 10. Ξαφνιάζομαι. Τα συναισθήματά μου είναι ανάμεικτα. Με κατακλύζουν.Θυμάμαι τη δική μου μάνα να με παίρνει απ’ το χέρι για να φύγουμε μέσα σε ένα βουητό από σειρήνες και πυροβολισμούς.
Σα να βλέπω τον πατέρα μου μαζί με το θείο μου να τον παίρνουν τα στρατεύματα κατοχής πριν προλάβει να κάνει το παραμικρό... Δεν τον ξανάδα από τότε. Ακόμα τον ψάχνουμε. Είναι στους αγνοούμενους που πήραν οι Τούρκοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στα βάθη της Τουρκίας.
Μπήκα με τη μάνα μου σε ένα καράβι. Μαζί και με άλλους Κύπριους. Όλοι παγωμένοι. «Πού θα πάμε, μάνα;» ρώτησα με αγωνία. «Θα πάμε στην Κρήτη, παιδί μου, στην Ελλάδα» ψέλλισε. Μετά από ώρες κατεβήκαμε σε ένα λιμάνι. Το λιμάνι της Σούδας στα Χανιά.
Γυναίκες και παιδιά κυρίως άρχισαν να κατεβαίνουν από το πλοίο. Και τώρα, τι; Ήρθε κάποιος κύριος και μας ρώτησε αν έχουμε κάποιο συγγενή. Ο πατέρας μου είχε έναν θείο στα Χανιά. Τού είπαμε το όνομά του και προθυμοποιήθηκε να μας βοηθήσει. Θα μας πήγαινε εκεί.
Όπως κι έγινε. Ο θείος Σήφης ζούσε σε ένα σπίτι μέσα στα Χανιά. Κοντά στο Παλιό Λιμάνι. Ζούσε με τη γυναίκα του. Μεγάλοι άνθρωποι σε ηλικία. Φιλόξενοι όμως. Ζήσαμε στα Χανιά ένα χρόνο. Όμως ήταν δύσκολα. Η μάνα μου δεν μπορούσε να βρει δουλειά και οι θείοι δυσκολεύονταν και αυτοί.
Περήφανη η μάνα τους ευχαρίστησε και φύγαμε από την Κρήτη. Είχε συγγενείς στα Γιάννενα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Εκεί μας φιλοξένησε η θεία Άντρη, δεύτερη ξαδέρφη της μάνας μου που ήταν παντρεμένη με πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία. Με τον θείο Γιώργο είχαν δύο παιδιά και ζούσαν σε ένα προσφυγικό χωριό, λίγο έξω από την πόλη των Ιωαννίνων.
Όλοι οι κάτοικοι εκεί μας καλοδέχτηκαν και μας αγκάλιασαν με στοργή γιατί ένιωθαν τον πόνο μας και συμμερίζονταν τα βάσανά μας. . Είχαν έρθει πρόσφυγες κι αυτοί από την Ανατολή και ρίζωσαν εδώ
φτιάχνοντας από το μηδέν τα νοικοκυριά τους. Μικρά σπιτάκια. Πολύ περιποιημένα. Με κήπους και πεντακάθαρες αυλές στολισμένες με πολύχρωμα λουλούδια.Ο θείος Γιώργος μάς μάζευε όλους γύρω από το τζάκι τα κρύα βράδια του χειμώνα και μας μιλούσε για τις «χαμένες πατρίδες» που όλο ήθελε να επισκεφτεί, αλλά πενήντα χρόνια τώρα δεν κατάφερε ποτέ να πάει...Άραγε εγώ θα μπορέσω κάποτε να γυρίσω πίσω στην αγαπημένη μου Κύπρο και να αντικρύσω το σπίτι μας και τη γειτονιά που γεννήθηκα
Το ερώτημα αυτό με βασάνιζε πάντα αλλά μέσα μου βαθιά σιγόκαιγε η σπίθα της ελπίδας πως αυτά γρήγορα θα τελείωναν και όλα θα γίνονταν όπως πριν. Ο πόλεμος και η καταστροφή θα έμοιαζαν με παραμύθι...
Και να ’μαι τώρα. Εδώ στην πατρίδα! Εδώ που έζησα τα πρώτα ανέμελα κι ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου! Τα συναισθήματα κατακλύζουν την ψυχή μου και οι σκέψεις με συνεπαίρνουν. Αλλιώς θα ήθελα να ήταν τα πράγματα όταν θα επέστρεφα. Τώρα έρχομαι σαν επισκέπτης, σαν ξένος, στην ίδια μου την πατρίδα.
Χαίρομαι; Λυπάμαι; Δύσκολο να το πω! Στα
Γιάννενα μείναμε δύο χρόνια μέχρι που τελείωσα το δημοτικό. Πολλές φορές πήγαινα με τα άλλα παιδιά στο κάστρο της πόλης και στη λίμνη. Ο θείος μου έμαθε πώς να ψαρεύω και σχεδόν πάντα έπιανα τα πιο πολλά ψάρια. Συχνά περιδιαβαίναμε τα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης και μερικές φορές πηγαίναμε και στο νησάκι της λίμνης. Η μάνα μου δούλευε στα χωράφια και βοηθούσε τη θεία μου με τα ζώα. Πολλές φορές πήγαινα κι εγώ μαζί της για να τη βοηθάω και να την ξεκουράζω.
-«Εσύ να πας στα βιβλία σου και στα μαθήματά σου», μου έλεγε.«Να μάθεις γράμματα.Να γίνεις μεγάλος άνθρωπος.Να μην τυραννιέσαι όπως εγώ κι ο πατέρας σου ».Και τότε την έπιανε το παράπονο και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. «Θεέ μου καταξίωσ’ μας την Ένωση να δούμε, τζι ας μεν έχουμε ψωμίν, μήτε νερόν να πιούμε».Κάθε φορά που αντίκριζα τον λόφο στο Μπιζάνι θυμόμουν τα λόγια του παππού μου. Όταν μέναμε μόνοι μας στο σπίτι με έπαιρνε στην αγκαλιά του και μου έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο για την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1912-13. Είχε έρθει κι αυτός, μαζί με πολλούς άλλους Κύπριους
(φοιτητές οι περισσότεροι), ως εθελοντής και πολέμησε στο θρυλικό Μπιζάνι. Μαζί με τον Πέτρο Χατζηαργυρού-Φέσα από την Ίνια της Πάφου και τον δήμαρχο της Λεμεσού Χριστόδουλο Σώζο. Αυτοί δεν πρόλαβαν να δουν ελεύθερα τα Γιάννενα. Ήταν πολύ περήφανος που βοήθησε κι αυτός να μεγαλώσει η Ελλάδα και να απελευθερωθεί η Μακεδονία και η Ήπειρος. Ευτυχώς δεν έζησε τα καταστροφικά γεγονότα, τον Ιούλιο του 1974, στην αιματοβαμμένη μας Κύπρο. Ο Θεός τον πήρε κοντά του λίγους μήνες πριν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Θυμάμαι ήταν Χειμώνας όταν πέθανε.
Από τους πιο άγριους χειμώνες στα Γιάννενα.
Παντού γύρω μου όλα ήταν χιονισμένα Κρύο πολύ και όλα τα δέντρα γεμάτα κρυστάλλους.
Έτσι ακριβώς ήταν και η ψυχή μου. Παγωμένη και κρυσταλλιασμένη. Μου κόστισε πολύ ο χαμός του παππού μου. Κλείστηκα στον εαυτό μου για καιρό. Δεν έβγαινα, δε μιλούσα σε κανέναν. Ένιωθα μόνος. Εκείνη τη χρονιά, ήταν η πρώτη φορά που είδα και τη λίμνη παγωμένη. Μια τεράστια πίστα πατινάζ, που γυάλιζε κάτω από το χιονισμένο Μιτσικέλι. Πολλοί έκαναν βόλτες πάνω της κι άλλοι γλιστρούσαν γελώντας.
Έκανα κι εγώ το ίδιο με τους φίλους μου. Παίρναμε σανίδες και γλιστρούσαμε πάνω στον πάγο. Η αίσθηση ήταν μοναδική!!! Ο παγωμένος αέρας έκανε τα μάγουλά μας να κοκκινίζουν από το κρύο!!!!
Όσο όμως όμορφα και να περνούσα, ό,τι κι αν έκανα, ένα ήταν το όνειρό μου κι ο κρυφός μου ο πόθος: να γυρίσω στην πατρίδα!! Μέσα μου περίμενα πάντα αυτή τη στιγμή!
Και να που σήμερα αυτή η στιγμή έφτασε !!Το όνειρό μου πραγματοποιήθηκε! Είμαι εδώ.Το βλέμμα μου χαϊδεύει όλα τα γνώριμα μέρη.
Ο ήλιος της Κύπρου ζεσταίνει το σώμα μου και την ψυχή μου Η καρδιά μου φτερουγίζει αλλά ένα περίεργο συναίσθημα με κατακλύζει Όλα είναι τόσο ίδια και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικά!Το μυαλό μου γυρνάει ακόμη μια φορά πίσω, στο κρύο των Ιωαννίνων. Στο χιονοπόλεμο που παίζαμε με τους φίλους μου και στον τεράστιο χιονάνθρωπο που είχαμε φτιάξει κάποτε, στην αυλή του σχολείου. Χαμογελάω. Όσο όμως κι αν με είχαν καλοδεχτεί όλα τα παιδιά, όσο φιλικά κι αν μου φέρονταν οι δάσκαλοί μου, πάντα είχα την αίσθηση ότι δεν ανήκω εδώ, παρότι είμαι κι εγώ Έλληνας.
Η αγαπημένη Κύπρος και η επιστροφή κυριαρχούσε πάντα στην καρδιά μου.
Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια για μένα Φεύγοντας από τα Γιάννενα, ψάξαμε την τύχη μας σε μια άλλη πόλη, τα Γρεβενά. Εκεί ζούσαν κάποιοι πατριώτες μας, που υποσχέθηκαν στη μάνα ότι θα τη βοηθήσουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Στα Γρεβενά μας περίμενε ένας παλιός φίλος του πατέρα μου με την οικογένειά του. Ήταν και αυτοί πρόσφυγες από την Κύπρο που μένανε σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας στα Γρεβενά.
Ο κύριος Δημήτρης, όπως τον έλεγαν, μας ξενάγησε δείχνοντάς μας τις δύο κεντρικές πλατείες των Γρεβενών, την πλατεία Αιμιλιανού με τα κανόνια και την πλατεία Ελευθερίας με το παλιό ρολόι. Τριγύρω όλη η κίνηση με τα καφέ, τα εστιατόρια και τα εμπορικά.Τα Γρεβενά είναι ένας ορεινός νομός της χώρας που φιλοξενεί κι ένα τεράστιο κομμάτι του «Εθνικού Πάρκου της Βόρειας Πίνδου». Όμως δεν θα ξεχάσω ποτέ την εκδρομή που πήγαμε ξεκινώντας από τη Σμίξη (που είναι το πιο κοντινό χωριό στο χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας) με πολλές πέτρινες βρύσες και αρχοντικά.
Η Σαμαρίνα είναι ένα πασίγνωστο χωριό τραγουδισμένο σε πολλά δημοτικά τραγούδια, χτισμένο στις πλαγιές του Σμόλικα σε 1650 μέτρα υψόμετρο.Η υπέροχη διαδρομή μας συνεχίστηκε μέχρι το Τρίκωμο όπου επισκεφτήκαμε την παλιά πέτρινη γέφυρα του Αζίζ Αγά στους πρόποδες της Πίνδου. Είναι ένα μονότοξο γεφύρι, το μεγαλύτερο σε ύψος της Δυτικής Μακεδονίας.Την επόμενη μέρα επισκεφτήκαμε την κοινότητα του Σπηλαίου με το υπέροχο φαράγγι και το πέτρινο γεφύρι της Πορτίτσας που έχει χαρακτηριστεί περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.
Συνεχίζοντας πήγαμε στο Περιβόλι κοντά στα σύνορα με τα Ζαγοροχώρια. Έπειτα κατεβήκαμε στην καρδιά της Βάλια Κάλντα γνωρίζοντας την άγρια φύση και τον όμορφο Εθνικό Δρυμό με τα μυστικά του. Εκεί βρήκαμε και πολλά είδη μανιταριών. Ο κύριος Δημήτρης μου εξήγησε πως τα Γρεβενά από το Νοέμβριο του 2007 έχουν ανακηρυχθεί και επίσημα «η πόλη των μανιταριών» και έχει ως σήμα κατατεθέν τα μανιτάρια που μπορεί να τα βρει κανείς σε όλα τα εστιατόρια και σε μαγαζιά που τα πωλούν σε κάθε μορφή. Μια άλλη μέρα δε θα ξεχάσω που επισκεφτήκαμε το Παλαιοντολογικό Μουσείο
στη Μηλιά Γρεβενών. Εκεί μεταξύ των άλλων φιλοξενούνται και οι μεγαλύτεροι χαυλιόδοντες του κόσμου μήκους 5,02 μέτρων από μαστόδοντα ηλικίας τριών εκατομμυρίων χρόνων (βραβείο Γκίνες). Όμως όσο όμορφα και αν περνούσα στα Γρεβενά, ένα ήταν το όνειρό μου, να γυρίσω πίσω στην Κύπρο, στην πατρίδα μου, στο σπίτι μου. Άραγε θα γινόταν ποτέ αυτό μου το όνειρο πραγματικότητα; Ποιος ξέρει; Προς το παρόν έπρεπε να αλλάξουμε σπίτι ,αφού για λίγο καιρό θα μας φιλοξενούσε ένας άλλος φίλος του πατέρα μου που έμενε στη Μηλιά Γρεβενών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Η Μηλιά Γρεβενών ήταν μικρό και όμορφο χωριό και η ζωή μας εκεί ήταν πιο ήρεμη. Η μητέρα μου ξεκίνησε αμέσως να δουλεύει στα χωράφια σε άλλες αγροτικές δουλειές. Εγώ γράφτηκα στο σχολείο. Όλα τα παιδιά με ρώτησαν με ενδιαφέρον τι ακριβώς είχε γίνει στην πατρίδα μου και πώς εγώ βρέθηκα στο χωριό τους. Η ιστορία μου τους φάνηκε σαν παραμύθι, αλλά δυστυχώς για εμένα ήταν πραγματικότητα.Η μητέρα μου έλειπε από το σπίτι πολλές ώρες γιατί εργαζόταν σκληρά.
Το βράδυ γυρνούσε κουρασμένη αλλά είχε πάντα χρόνο για να μιλήσουμε. Οι γείτονές μας ήταν πολύ καλοί και συνέχεια μας ρωτούσαν αν χρειαζόμαστε κάτι. Εμένα μου άρεσε να πηγαίνω στο παλαιοντολογικό μουσείο της Μηλιάς. Εκεί μου άρεσε να βλέπω τους τεράστιους χαυλιόδοντες από το μαμούθ που βρέθηκε το 2007. Επίσης ο ξεναγός του μουσείου μου έδειξε και ένα δόντι καρχαρία!!! που βρέθηκε στις Αμυγδαλιές Γρεβενών. Αυτό σημαίνει ότι κάποτε εδώ ήταν θάλασσα!
Οι δάσκαλοι ήταν πολύ ευγενικοί μαζί μου
και με το σχολείο μου κάναμε πολλές εκδρομές σε κοντινά μέρη: Καστοριά, Μέτσοβο, Κέρκυρα.
Πολλές φορές περπατούσα στο δάσος που ήταν γύρω από το χωριό και έβλεπα πατημασιές από άγρια ζώα, ειδικά όταν χιόνιζε. Μια μέρα η φίλη μου Αργυρώ με πήγε στο σπίτι της γιαγιάς της της κυρίας Βασιλικής. Μόλις άκουσε την ιστορία μου, με αγκάλιασε και με δάκρυα στα μάτια μου είπε ότι και αυτή ήταν πρόσφυγας. Όταν ήταν 5 χρονών ζούσε στη Σμύρνη της Τουρκίας αλλά επειδή έγινε πόλεμος, οι Τούρκοι έκαψαν τη Σμύρνη και όλοι οι Έλληνες που ζούσαν εκεί μπήκαν σε βάρκες
και καράβια με λιγοστά πράγματα και ήρθαν στην Ελλάδα για να σωθούν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη γιαγιά Βασιλική γιατί μου έδωσε θάρρος και μου είπε να μην απελπίζομαι και ότι θα τα καταφέρουμε να φτιάξουμε ξανά τη ζωή μας και να ελπίζουμε ότι κάποια μέρα θα ξαναβρούμε τον πατέρα μου.
Η χρονιά πέρασε γρήγορα και η μητέρα μου κατάφερε να μαζέψει μερικά χρήματα. Έτσι μια μέρα μου είπε ότι θα πάμε σε μια μεγάλη πόλη που λέγεται Λάρισα και απέχει 2 ώρες από τα Γρεβενά, γιατί εκεί της είπαν θα βρει πιο εύκολα δουλειά στον απέραντο Θεσσαλικό κάμπο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Έτσι μαζέψαμε τη λιγοστή πραμάτεια μας και πήραμε τη στράτα για τη Λάρισα. Θυμάμαι τα βουρκωμένα μάτια της μάνας, όταν ανεβήκαμε στο λεωφορείο με προορισμό τη θεσσαλική μεγαλούπολη. «- Μάνα, μα ήντα μπου έσιης; Κλαίεις;» τη ρώτησα απορημένος. «-Οϊ γιε μου. Εν κλαίω. Κάτι εμπήκεν μες στο μάτι μου». Δεν ξαναμίλησα. Αναστέναξα, έκλεισα τα μάτια μου και την άκουγα που μουρμούριζε τραγουδιστά « Γη της πικραμένης Παναγιάς, γη του λίβα και τ’ άδικου χαμού».Όταν φθάσαμε στη Λάρισα μας συνάντησε ο κυρ – Αχιλλέας.
Ζητούσε χέρια εργατικά για τα αμπέλια του. Η μάνα δεν έχασε την ευκαιρία. Δέχθηκε. Σάμπως μπορούσε ν’ αρνηθεί; Αρκεί δουλειά να βρισκόταν. Άλλη σιγουριά! Ο κυρ – Αχιλλέας τα κτήματά του τα είχε έξω από τη Λάρισα, σε μια περιοχή που ονομάζονταν Τύρναβος. Μας βοήθησε να νοικιάσουμε κι ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στο δικό του. Η μάνα όταν είδε το χαμηλό σπίτι με τα σκουροπράσινα παραθυρόφυλλα, τις ανθισμένες μυρωδάτες λεμονιές και τον ήλιο να τις φωτίζει απλόχερα, δάκρυσε και μ’ ένα βουβό νεύμα ευχαρίστησε τον κυρ-Αχιλλέα.
Αχ! Αυτό το φως θύμιζε την Κύπρο το καλοκαίρι. Αχ! Τούτες οι λεμονιές έφερναν έστω και άθελά τους τη μυρωδιά του νησιού μας.
Ακόμα θυμάμαι τα ήσυχα ζεστά καλοκαιρινά βράδια στη Λάρισα όταν καθόμαστε στη βεράντα κι ανασαίναμε τ’ αρώματα που έφερνε η νυχτιά. Ήταν η ώρα της Σιωπής!
Μας κέρδισε τούτη η πόλη. Μας κέρδισαν και οι φιλόξενοι άνθρωποί της. Κάθε απόγευμα όταν τελειώναμε τα μαθήματα ο κυρ- Αχιλλέας με τη γυναίκα του, κυρία Ευρυδίκη μας περίμεναν για να μας δείξουν τα μυστικά ενός ωραίου κήπου.
Τον κυρ-Αχιλλέα, τον λέγαμε αλλιώς πειραχτικά ‘’Περιβολάρη’’. Μα δεν παρεξηγούνταν, μονάχα γελούσε κι έλεγε: «- Δεν θες μπρε να γίνεις και συ σαν κι εμένα περιβολάρης ΑΆΆ΄; Όταν γυρίσεις στα μέρη σου θα χρειαστεί να ξαναφτιάξεις τον κήπο σου!» και δαγκώνονταν αμέσως γιατί η κυρία Ευρυδίκη του ‘ριχνε ματιές – σαϊτιές που με στενοχώρησε, άθελά του, θυμίζοντας με τα χώματα της πατρίδας μου. Κι έτρεχε στο πιο κοντινό ζαχαροπλαστείο να φέρει χαλβά φαρσαλινό να φάω για να περάσει η στενοχώρια.
«- Να ελπίζετε», παρηγορούσε τη μητέρα μου η κυρία Ευρυδίκη κρατώντας σφιχτά το χέρι της , «Η ελπίδα και η πίστη στο Θεό κρατούν όρθιο τον άνθρωπο». Συμφωνούσε η μάνα μου και αναθαρρούσε από τις ευλογημένες κουβέντες.
Εκεί τέλειωσα το λύκειο έχοντας ένα όνειρο. Να σπουδάσω γιατρός και να βοηθήσω κάποια στιγμή τους συμπατριώτες μου στην Κύπρο που τόσα δεινά έπαθαν όλα αυτά τα χρόνια. Και στη Λάρισα μπορεί να μη δούλεψα στα αμπέλια, για να ‘χω χρόνο να διαβάζω, αλλά έμαθα να φτιάχνω σκιάχτρα για να φοβίζουν τα πουλιά που τρώνε τα σταφύλια.
«Μάθε τέχνη κι άστηνε κι άμα πεινάσεις πιάστηνε» έλεγε σ’ όλα τα παιδιά ο κυρ – Αχιλλέας. Γελούσαμε εμείς. Τι θέλαμε όλα τα παιδιά ή καλύτερα τι θέλουν πάντα τα παιδιά; Καλοσύνη κι αγάπη για να αισθάνονται ασφαλή!
Ασφάλεια! Λέξη απεριόριστη. Θα σας πω γιατί. Παρασκευή μεσημέρι.Πέρασα από το ταχυδρομείο όπως πάντα, για να δω αν είχαμε κάποιο γράμμα. Κάποιο νέο για τον πατέρα. Πήγα βέβαια κακόκεφος γιατί ήξερα πως ο ταχυδρόμος θα κουνούσε αρνητικά το κεφάλι του και θα συνέχιζε αδιάφορα τη δουλειά του.
Όμως είχα άδικο! Υπήρχε ένα γράμμα για μας, με αποστολέα μια κρατική υπηρεσία της Αθήνας. Πετώντας πήγα στη μάνα μου! Τη βρήκα καθισμένη χάμω, να ‘χει στα γόνατά της ένα κόκκινο βελούδινο κουτάκι και να κοιτά δακρυσμένη, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του πατέρα.
«- Μάνα, μάνα!» είπα πέφτοντας από τη φόρα που είχα.
«-Μα ήντα μπου συμβαίνει γιόκα μου; Έγινεν κάτι; Έπαθες τίποτα;», είπε ανήσυχη και έβαλε ξανά τη φωτογραφία μέσα στο κουτί.
« Όϊ μάνα μου! Έχουμε γράμμα από την Αθήνα. Είναι για τον πατέρα. Ακούς μάνα; Για τον πατέρα!!!» Εκείνη την ώρα την είδα να ανοίγει ξανά το κουτί και να βρίσκει ένα κλειδί. Δεν μίλησε. Το πήρε στα χέρια της, το φίλησε και το ξανάβαλε απαλά μέσα.
Η Αθήνα μας καλούσε. Τα νέα για τον πατέρα είχαν αργήσει αλλά η υπομονή μας είχε κερδίσει το στοίχημα του χρόνου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Πήραμε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και πήγαμε στην Αθήνα. Εκεί ρωτήσαμε και μας είπαν για ένα φθηνό ξενοδοχείο στο Αιγάλεω για να
διανυκτερεύσουμε.Πήραμε το αστικό και φθάνοντας στο ξενοδοχείο χωρίς να βάλουμε μπουκιά στο στόμα μας, πέσαμε για ύπνο γιατί ήμασταν πολύ κουρασμένοι.
Την επόμενη μέρα πρωί πρωί, πήγαμε να πάρουμε το γράμμα από την πρεσβεία της Κύπρου. Το ανοίξαμε με χέρια τρεμάμενα και μέσα έγραφε να έρθετε στην Κύπρο γιατί έχουμε νέα που σας ενδιαφέρουν. Η καρδιά μας άρχισε να χτυπάει δυνατά. Πήγαμε τρέχοντας σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο και ζητήσαμε αεροπορικά εισιτήρια για Κύπρο.
Είχε δύο τελευταία για το επόμενο πρωί. Τα αγοράσαμε με τα χρήματα που είχαμε μαζί μας και γεμάτοι συγκρατημένη αισιοδοξία πήγαμε για φαγητό. Όλη την υπόλοιπη ημέρα την περάσαμε στο ξενοδοχείο. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε βήμα, ονειρευόμασταν την ώρα που θα μπούμε στο αεροπλάνο. Από μικρός ονειρευόμουν να έρθω στην Αθήνα να δω τα τόσα πολλά μουσεία, την Ακρόπολη , τον Λυκαβηττό και τώρα που ήμουν εδώ δεν είχα το κουράγιο να πάω πουθενά. Βγήκα στο μπαλκόνι μου και είδα στα δεξιά μου το όρος Αιγάλεω, που καθόταν ο Ξέρξης και
έβλεπε τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και στα αριστερά μου φαινόταν λίγο, εξαιτίας του νέφους, ο Παρθενώνας.
Οι ώρες μέχρι το πρωί κύλησαν πολύ αργά. Ούτε εγώ ούτε η μητέρα μου δεν κλείσαμε μάτι όλη τη νύχτα. Επιτέλους ο ήλιος άρχισε να ξεπροβάλει. Ετοιμαστήκαμε, πληρώσαμε το ξενοδοχείο μας και πήραμε το μετρό για το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η ώρα που θα μπαίναμε στο αεροπλάνο για την πατρίδα είχε φτάσει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Αεροπλάνα άλλη μια κατασκευή του Ανθρώπου, άλλη μια μίμηση της φύσης. Μεγάλα άσπρα αεροπλάνα που φέρνουν τους ανθρώπους κοντά, ενώνουν οικογένειες, σαν μεταναστευτικά πουλιά που μεταφέρουν τα πιο αδύναμα σ’ ένα καλύτερο αύριο. Μαύρα αεροπλάνα σαν όρνια που απ’ τα σπλάχνα τους ξερνούσαν αλεξιπτωτιστές- στρατιώτες του κατακτητή μαυρίζοντας τον ουρανό και τις ψυχές μας.Κάθε φορά που ακούγεται ήχος αεροπλάνου η μάνα μου τρέχει πανικόβλητη, να γλιτώσει από ένα μη ορατό κίνδυνο που την καταδιώκει.
Τώρα στέκεται στην αίθουσα αναμονής μπροστά από την τζαμαρία και τα κοιτάει παγωμένη. Την πλησιάζω.
- Τι σε βασανίζει μάνα;
- Φοβάμαι γιέ μου! Θα ΄ναι για καλό; Τι θα μας πουν για τον πατέρα σου; Θα τον δούμε; Ζει; Τι θα πέρασε; Ωχ! Θεέ μου δώσε μας δύναμη!
Αδύνατο να βρω ηρεμία, τα ερωτήματα της βούιζαν στο κεφάλι μου. Τι να της έλεγα; Πως φοβόμουν κι εγώ, πως ένιωθα μικρός; Πως έγινα πάλι εκείνο το αγόρι που στεκόταν και κοίταζε με αγωνία έξω από το παράθυρο
να δει τον πατέρα να γυρίζει από τη δουλειά για να τρέξει στην αγκαλιά του φωνάζοντας Ήρθεεεεεε! Αλήθεια πόσο μου έλειψε εκείνη η αγκαλιά.
Φθάσαμε, η απότομη προσγείωση με επαναφέρει στο σήμερα. Γυρνάω προς τη μάνα μου. Κρατάει το κόκκινο βελούδινο κουτάκι, βγάζει το κλειδί και μου το δίνει.
-Πάρ΄ το γιε μου να ανοίξεις την πόρτα του σπιτιού μας.
Δε μίλησα έγνεψα καταφατικά. Έπρεπε να σεβαστώ την επιθυμία της. Βγήκαμε από το αεροδρόμιο και πήραμε ένα ταξί.
Ο ήλιος έκαιγε, αλλά ήταν αδύνατο να ζεστάνει τις καρδίες μας. Κοίταζα έξω απ’ το παράθυρο όλα έμοιαζαν τόσο οικεία και την ίδια στιγμή τόσο ξένα! Είχα την αίσθηση πως άνηκα εδώ και όμως ήταν σαν να έβλεπα αυτό τον τόπο πρώτη φορά.Μια πατρίδα τόσο γνώριμη και τόσο ξένη. Πήραμε μια στροφή και μπροστά μας ξεπρόβαλε ένα σπιτάκι σαν το δικό μας, άθελά μου έσφιξα στην τσέπη μου το κλειδί, σφίχτηκε και η καρδιά μου. Από μέσα έβγαινε μια οικογένεια όπως η δικιά μας οικογένεια πριν την εισβολή. Η εικόνα αυτή μαχαιριά στην καρδιά μου.
Η δική μας οικογένεια χωρίστηκε και πήρε το δρόμο του ξεριζωμού. Η μητέρα μου, γύρισε προς το μέρος μου με μια ματιά όλο συμπόνια και κατανόηση. Πηγαίναμε στη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους. Φθάνοντας εκεί η υπεύθυνη μας ενημέρωσε ότι έχουν εντοπίσει ένα άντρα, ο οποίος εικάζουν πως είναι ο πατέρας μου. Από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν για ταυτοποίηση γενετικού υλικού. Όπως μας εξήγησαν ο άντρας αυτός είχε πιαστεί αιχμάλωτος. Τον είχαν στείλει μαζί με πολλούς άλλους σε φυλακές στην Τουρκία. Επέστρεψε στην Κύπρο δέκα χρόνια μετά
Δυστυχώς όμως έχασε τη μνήμη του και δεν είχε χαρτιά που να πιστοποιούν την ταυτότητα του. Έπρεπε να φτιάξει τη ζωή του από την αρχή, το μόνο που θυμόταν ήταν να καλλιεργεί τη γη. Έτσι βρέθηκε σε ένα χωριό έξω από τη Λεμεσό την Ασγάτα. Οι κάτοικοι του χωριού φιλόξενοι τον καλοδέχτηκαν και έγινε ένας από αυτούς. Τον τελευταίο καιρό βασανιζόταν από μνήμες που επανέρχονταν εικόνες, στιγμές από την Κερύνεια τον καλούσαν. Ένας φίλος του τον πήρε στην επιτροπή αγνοουμένων με την ελπίδα να βρει τους δικούς του.
Στο θάλαμο αναμονής η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Η μητέρα μου έσφιγγε στα χέρια της το κόκκινο βελούδινο κουτάκι με την ασπρόμαυρη φωτογραφία του πατέρα. Κάθε λεπτό που περνά μαρτύριο ελπίδας που μπορεί να διαψευσθεί.
Η πόρτα ανοίγει ένας ηλικιωμένος άντρας μπαίνει. Το βλέμμα του περιεργάζεται το χώρο και σταματά σε μένα. Με κοιτάει επίμονα, η ματιά του γίνεται πιο έντονη, σταματάει πάνω από το φρύδι μου, σημάδι από τραύμα, παράσημο των παιδικών μου σκανδαλιών.
Πόσο είχαν φοβηθεί οι γονείς μου τότε, είχα χάσει πολύ αίμα, ένας Θεός ξέρει πως γλίτωσα.
-Κύριε Αντρέα ελάτε! Φώναξε η υπεύθυνη.
Όμως δεν την ακούει, το βλέμμα του προς εμένα γίνεται όλο και πιο βαθύ. Φέρνει απαλά το χέρι του στο μέτωπο μου και ακουμπάει το σημάδι.
-Γιόκα μου, πρόσεχε παιδί μου! Έναν σε έχω, τζιαν σε χάσω τι θα κάμω;
Το κορμί μου τρέμει, αυτό το άγγιγμα, αυτή τη φωνή τόσο γνώριμη!
-Πατέρα !Η μάνα μου κλαίει με αναφιλητά , μετά από τόσα χρόνια κλαίει από χαρά.
Η οικογένεια μας ενώθηκε ξανά! Υπάρχουν πληγές, κενά να γεμίσουμε και τόσα να πούμε. Δεν έχουμε το σπίτι μας, όμως έχουμε θέληση να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε από την αρχή τη ζωή μας. Αρχίζουμε να κάνουμε και πάλι όνειρα. Ποιος ξέρει αφού η οικογένεια μας ενώθηκε ίσως η ώρα που θα ενωθεί η μοιρασμένη μας πατρίδα να μην αργεί. Θα υπάρχουν πληγές, τραύματα να επουλωθούνε. Με καλή θέληση μπορούμε να πετύχουμε πολλά!
Το προσφυγόπουλο είναι περίπου 10 χρονών όταν γίνεται η εισβολή στην Κύπρο (20/7/1974).
Για έναν περίπου χρόνο ζει στα Χανιά και δύο στα Γιάννενα, όπου και τελειώνει το δημοτικό.
Στη συνέχεια πηγαίνει στα Γρεβενά όπου τελειώνει το γυμνάσιο και στη Λάρισα τελειώνει το λύκειο. Όνειρό του είναι να σπουδάσει και να γίνει γιατρός για να προσφέρει στον τόπο του.
Μετά από ένα γράμμα που λαμβάνουν από τις υπηρεσίες της πρεσβείας μαθαίνουν ότι έχουν εντοπίσει ένα άντρα, ο οποίος εικάζουν πως είναι ο πατέρας του.
Η ώρα για την επιστροφή στην πατρίδα είχε φτάσει.