Ελπίζουμε να σας αρέσει.
Η ΜΑΡΙΛΟΥ από την Ειρήνη Γαδανάκη
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα ωραίο καταπράσινο δάσος ζούσε ένα ένα μικρό λαγουδάκι. Ήταν λευκό με ροζ αυτάκια και το λέγανε Μαριλού. Η Μαριλού ήταν ένα χαρούμενο λαγουδάκι που του άρεσε κάθε μέρα να τρέχει, να παίζει και να γελάει .Μέσα στο δάσος υπήρχε ένα ξέφωτο όπου μαζευόντουσαν όλα τα ζωάκια και παίζανε . Εκεί φυσικά πήγαινε και Μαριλού και έπαιζε με τους φίλους της τα σκιουράκια , τα κουνελάκια, τα σκατζοχοιράκια και τα μικρά ελαφάκια .
Μια μέρα ήρθε στο ξέφωτο ένα ζώο που ποτέ κανείς δεν το είχε ξαναδεί. Ήταν ένας μεγάλος κούνελος που φορούσε ένα κόκκινο παντελόνι και μαύρα παπούτσια . Ο κούνελος αυτός ήταν πολύ αστείος επειδή είχε δύο πολύ μεγάλα δόντια, έκανε τούμπες και μιλούσε παράξενα φωνάζοντας συχνά : "Σκουίκ- σκουίκ". Η Μαριλού πήγε πιο κοντά για να τον δει και ο κούνελος της είπε :-Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνίδι εγώ και εσύ , σκουίκ -σκουίκ; - Tι παιχνίδι; Ρώτησε η Μαριλού .
-Ένα παιχνίδι που δεν το έχεις ξαναπαίξει και είναι πολύ ωραίο , σκουίκ.
Η Μαριλού είχε βαρεθεί να παίζει κάθε μέρα τα ίδια παιχνίδια όπως ήταν το κρυφτό, το ποδόσφαιρο με τα βελανίδια και το κυνήγι των πεταλούδων. Έτσι αμέσως είπε στον κούνελο να παίξουν το παιχνίδι που αυτός ήξερε.
- Ξέρεις ,της είπε ο κούνελος ,αυτό το παιχνίδι δεν μπορούμε να το παίξουμε μπροστά σε όλους για να μην ζηλέψουν και θέλουν να παίξουν και αυτοί.. Πάμε πίσω από το μεγάλο δέντρο να το παίξουμε.
Έτσι η Μαριλού και ο κούνελος πήγανε πίσω από το δέντρο.
-Λοιπόν, πώς παίζεται το παιχνίδι που μου είπες; Ρώτησε η Μαριλού.
-Θα δεις, της είπε ο μεγάλος κούνελος και άρχισε να την χαϊδεύει στη μασχάλη και μετά στην μασχάλη ξαφνικά όμως ο μεγάλος κούνελος της τράβηξε μια τρίχα.
-Άουτς αυτό πόνεσε, φώναξε η Μαριλού.
-Μα είναι κανόνας του παιχνιδιού , είπε ο μεγάλος κούνελος
-Μα δεν ωραίο παιχνίδι που κάνει τον άλλο να πονάει του εξήγησε η Μαριλού
Ο μεγάλος κούνελος κατάλαβε το λάθος του και από τότε δεν το ξανάκανε ποτέ
ο κούνελος άρχισε να παίζει με όλους!!!!!!!!!!!!!
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΠΠΟΤΕΣ του Γιώργου Χριστοδουλάκη
Μια φορά κι έναν καιρό πριν από πολλά χρόνια σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Ηρακλή. Πήγαινε παντού μαζί με τους τρεις ιππότες του, τους έλεγαν και τους τρεις Πέτρους.
Οι τρεις ιππότες ήταν γρήγοροι, δυνατοί και πολύ φιλικοί με τους άλλους .
Όμως ο Ηρακλής είχε έναν αντίπαλο τον βασιλιά Ιάσωνα. Ο Ιάσωνας ήταν πολύ κακός γιατί είχε κλέψει όλους τους θησαυρούς του Ηρακλή.
Μια μέρα ο Ηρακλής αρρώστησε βαριά, οι τρεις ιππότες στενοχωρήθηκαν και γι’ αυτό έστειλαν γράμμα σε όλους τους γιατρούς του κόσμου. Την επόμενη μέρα οι γιατροί ήρθαν στο παλάτι και είδαν τι είχε γίνει. Ξαφνικά ένας γιατρός φώναξε και
είπε :
- Ο βασιλιάς έχει κολλήσει μία αρρώστια που μόνο όσοι έχουν αντίπαλο τον Ιάσωνα την κολλάνε.
Δηλαδή πρέπει να πάμε στον Βασιλιά Ιάσωνα και να του ζητήσουμε το φάρμακο ; ρώτησαν ταυτόχρονα οι τρεις ιππότες.
Ναι! Απάντησε ο γιατρός.
Την επόμενη μέρα πήγαν οι ιππότες και ζήτησαν το φάρμακο από τον Ιάσονα.
Λίγες ώρες αργότερα ο αγώνας άρχισε και οι ιππότες βρίσκονταν στην Τρίτη θέση. Ξαφνικά στα μπροστινά εμπόδια οι πρώτοι διαγωνιζόμενοι έπεσαν και οι ιππότες πέρασαν τον τερματισμό! Ο Ιάσωνας τους έδωσε το φάρμακο. Οι ιππότες γύρισαν γεμάτοι χαρά στον Ηρακλή και του έδωσαν το φάρμακο εκείνος το ήπιε και έγινε αμέσως καλά .
Από τότε ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!
Τα τρία λυκάκια και το κακό γουρουνάκι του Χαράλαμπου Χναράκη
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό δάσος ζούσαν τρία λυκάκια.
Ήταν πολύ αγαπημένα έτρεχαν και έπαιζαν όλη μέρα ξέγνοιαστα.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια τα λυκάκια μεγάλωσαν και μία μέρα το ένα λυκάκι λέει στα αδέρφια του:
-Νομίζω πως είναι η στιγμή να χωριστούμε και να φτιάξουμε ο καθένας το δικό του σπίτι!
-Ωραία ιδέα, του απάντησαν τα άλλα δύο.
Έτσι κι έγινε τα λυκάκια χωρίστηκαν και έφτιαξαν τα δικά τους σπιτάκια. Το πρώτο έφτιαξε ένα σπιτάκι από άχυρα,το δεύτερο έφτιαξε ένα σπιτάκι από ξύλα και το τρίτο έφτιαξε ένα σπιτάκι από πέτρα.
Μέσα όμως σ’ αυτό το δάσος ζούσε και ένα κακό γουρουνάκι που τα παρακολουθούσε και ήθελε να τα φάει. Μία μέρα έφτασε στο σπιτάκι από άχυρα. Φύσηξε τόσο δυνατά που το σπιτάκι έπεσε κάτω. Το λυκάκι έτρεξε φοβισμένο στο σπιτάκι του αδερφού του που ήταν από ξύλα. Το γουρουνάκι όμως πήγε κι εκεί και φύσηξε τόσο δυνατά που το γκρέμισε. Τα δύο λυκάκια έτρεξαν αμέσως και μπήκαν στο σπιτάκι που ήταν φτιαγμένο από πέτρα. Το γουρουνάκι πήγε όμως και εκεί έβαλε όλη του την δύναμη και φύσηξε. Αλλά το σπιτάκι ήταν τόσο γερό που δεν κατάφερε να το γκρεμίσει. Τότε αποφάσισε να κάνει κάτι άλλο. Πήρε φόρα και έσπασε την πόρτα του σπιτιού. Για κακή του τύχη όμως και από την πολλή φόρα που πήρε έπεσε μέσα στο καζάνι που είχαν στο τζάκι με βραστό νερό τα λυκάκια. Το γουρουνάκι πετάχτηκε έξω τρομαγμένο και άρχισε να τρέχει προς το δάσος.
Από τότε το κακό γουρουνάκι δεν ξανά πλησίασε ποτέ σε εκείνο το μέρος.
Έτσι τα λυκάκια συνέχισαν να ζουν αγαπημένα και ευτυχισμένα!
Και πέρασαν αυτά καλά κι εμείς καλύτερα!
Η ΝΕΡΑΪΔΟΧΩΡΑ από τη Ρένια Μαυράκη
Μια φορά κι έναν καιρό στην πανέμορφη χώρα που την έλεγαν Νεραϊδοχώρα ζούσαν πολλές νεράιδες.
Στην Νεραϊδοχώρα ζούσε η Κιάρα, μια νεράιδα που είχε όλα τα καλά του κόσμου! Ήταν ευγενής και προστάτευε την χώρα της και τους φίλους της.
Την καλύτερή της φίλη την έλεγαν Σάρα και η μαμά της ήτανε βασίλισσα και ο μπαμπάς της βασιλιάς, ήτανε και αυτοί πολύ καλοί. Φυσικά στην Νεραϊδοχώρα δεν ζούσαν μόνο καλοί, η Κακία, μια κακιά νεράιδα ήθελε να γίνει όλη η Νεραϊδοχώρα δικιά της και οι νεράιδες να είναι σκλάβοι της.
Μια μέρα η Κιάρα με την Σάρα πηγαίναν προς το νησί των άστρων, όμως καθώς πήγαιναν, συνάντησαν μια γοργόνα, την Άννα. Πήγανε οι τρεις τους κολυμπώντας στο νησί των άστρων και της είπανε όλα αυτά που συμβαίνουν, δηλαδή ότι η Κακία προσπαθεί να πάρει την Νεραϊδοχώρα και αυτή τους είπε ότι μπορεί να βοηθήσει να πείσουνε την Κακία ότι δεν χρειάζεται να τα κάνει όλα αυτά και ότι μπορεί να γίνει φίλη τους. Όταν γύρισαν πήγαν στο σπίτι της Κακίας και της είπαν ότι η Νεραϊδοχώρα είναι μια τέλεια χώρα που είναι ανοιχτή για όλους και ότι δεν είναι σωστό να την αλλάξει γιατί είναι τέλεια έτσι όπως είναι. Της είπαν επίσης ότι μπορεί να γίνει φίλη τους.
Τελικά η Κακία έγινε φίλη τους, δεν έβλαψε κανέναν, η Άννα από εδώ και πέρα έμενε στο ποταμάκι δίπλα στο παλάτι για να είναι μαζί με τις φίλες της και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!
Ο ΤΟΞΟΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ από την Μάιρα Αρχοντουλάκη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τοξότης και ένα άλογο. Ο τοξότης φορούσε ένα γκρι μπλουζάκι και ένα μαύρο παντελόνι με καφέ μπότες. Το άλογο είχε χάλκινες οπλές και στην πλάτη του φορούσε κάτι σαν μπλε μαντίλι. Ο τοξότης και το άλογο κατοικούσαν σε έναν στάβλο. Ο τοξότης δεν είχε οικογένεια γι αυτό θεωρούσε οικογένεια το άλογό του. Επίσης ο τοξότης είχε χάρισμα στον στόχο ενώ το άλογο έτρεχε πολύ γρήγορα.
Υπήρχε και ένας κακός που λεγόταν Αλαγκαντάμ! Ο Αλαγκαντάμ είχε και ένα σκυλάκι που λεγόταν Junior Αλαγκαντάμ ! Ο Αλαγκαντάμ φορούσε μαύρο παντελόνι , μαύρη μπλούζα και πράσινες μπότες. Ο Junior Αλαγκαντάμ φορούσε ένα πράσινο μπουφάν. Αυτοί οι δύο κακοί ήθελαν να κλέψουν το άλογο του τοξότη για να έχουν κάτι να κινούνται.
Τότε μια μέρα ο Αλαγκαντάμ έκανε ότι είναι ένας γέρος που δεν είχε σπίτι. Επειδή ο Χάρη, που λεγόταν ο τοξότης, ήταν καλόψυχος τον άφησε να μπει. Όμως όταν είδε το πρόσωπο του "γέρου" κατάλαβε ότι δεν ήταν άστεγος γιατί τον είχε δεί να μπαίνει στο σπίτι του. Ο Χάρη είπε να πάει για ψώνια με το άλογο του για να ταΐσει τον γέρο, τον εαυτό του και το άλογο του. Αλλά ο "γέρος" είπε να πάει αυτός. Ο Χάρη του είπε "ναι" αλλά τον ακολούθησε για να δει τί θέλει να κάνει. Τότε τον άκουσε να λέει στον Junior Αλαγκαντάμ: "Χε, χε ,χε μας πίστεψε! ". Τότε βγήκε με το τόξο του και του είπε: " ΑΣΕ ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΜΟΥ!!!"
Το άλογο του κατάλαβε ότι ήταν κακός ο Αλαγκαντάμ και τον ρίχνει κάτω. Μετά ρίχνει μια κλωτσιά δώρο και ο Αλαγκαντάμ έφυγε με τον Junior τρέχοντας. Όταν έφευγε του είπε: " Δεν θα σταματήσω μέχρι να το πάρω!"
Ο Χάρη σκέφτηκε να πάρει ένα άλογο που να μοιάζει με το δικό του. Έτσι μια μέρα πήγε μια βόλτα σε ένα λιβάδι. Ο Αλαγκαντάμ είχε φτιάξει μια παγίδα για να πάρει το άλογο. Το έπιασε! Και το πήρε. Κι έτσι νόμιζε ότι ήταν το άλογο του Χάρη και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα !!!
Ο κόκκινος λαμπερός λίθος από τη Φωτεινή Ιδομενέως
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα χωριό στην Αθήνα, ζούσε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Εσμεράλδα. Η Εσμεράλδα ήταν εννιά χρονών, όμως η οικογένειά της είχε πολύ λίγα χρήματα. Ευτυχώς όμως, για καλή της τύχη, είχε έναν φίλο που ο μπαμπάς του ήξερε πάρα πολλά πράγματα. Μια μέρα η Εσμεράλδα ρώτησε τον φίλο της, πώς μπορεί να κάνει την οικογένειά της να έχει περισσότερα χρήματα. Τότε, εκείνος της απάντησε ότι θα της έλεγε την επόμενη μέρα τον τρόπο που θα μπορούσε να το καταφέρει. Αφού ρώτησε τον μπαμπά του, συνάντησε την επόμενη μέρα την Εσμεράλδα και της είπε ότι μόνο εάν βρει τον κόκκινο λαμπερό λίθο, θα καταφέρει να πραγματοποιήσει την επιθυμία της. Μετά, της είπε πως για να βρει τον κόκκινο λαμπερό λίθο, θα έπρεπε να περάσει μέσα από το επικίνδυνο απαγορευμένο δάσος, όπου απαγορεύονταν να πάει ο οποιοσδήποτε.
Την επόμενη μέρα, η Εσμεράλδα αποφάσισε να πάει στο απαγορευμένο δάσος. Για να μην τρομάξει όμως τους γονείς της, τους είπε ότι θα πήγαινε μια βόλτα στο χωριό και στο δάσος που ήταν δίπλα από το απαγορευμένο δάσος. Κι έτσι, ξεκίνησε για να πάει στο απαγορευμένο δάσος. Όταν έφτασε, κοίταζε δεξιά και αριστερά κι έβλεπε άγρια λουλούδια, νυχτερίδες κι άλλα τρομακτικά πλάσματα. Κάποια στιγμή, ένα ζώο σαν λιοντάρι, της επιτέθηκε. Εκείνη, έτρεξε όσο μπορούσε και κατάφερε να ξεφύγει από το τρομακτικό πλάσμα. Μετά από λίγο που περπατούσε τρομαγμένη, είδε ένα ποτάμι που το νερό του ήταν κρυστάλλινο και καρφωμένο στο χώμα ένα ξύλο, που είχε δεθεί μπροστά μία βάρκα. Τότε, είδε έναν κυνηγό που έψαχνε για λεία.
Η Εσμεράλδα κρύφτηκε και περίμενε να δει τι θα συμβεί. Ο κυνηγός, μπήκε μέσα στη βάρκα και την έλυσε. Άρχισε λοιπόν να περνάει το ποτάμι με τη βάρκα. Εκείνη τη στιγμή, ο κυνηγός, άκουσε κάποιους να τραγουδάνε.
Η Εσμεράλδα άρχισε να πιστεύει πως μέσα στο νερό υπήρχαν σειρήνες. Τότε, φοβήθηκε πολύ και κρύφτηκε περισσότερο πίσω από τους θάμνους. Όμως, μετά από λίγο, οι σειρήνες, άρχισαν να τραγουδάνε πιο δυνατά. Τότε η Εσμεράλδα, για καλό και για κακό, έκλεισε τα αυτιά της για να μην ακούει. Ο κυνηγός όμως δεν είχε κλείσει τα αφτιά του, κι έτσι μετά από λίγο, η Εσμεράλδα ακούει ένα “πλατς” και δεν υπήρχε πια κάποιος πάνω στη βάρκα. Έπειτα, η βάρκα επέστρεψε μόνη της και δέθηκε στο ξύλο που ήταν στερεωμένο στην όχθη. Τότε, η Εσμεράλδα θυμήθηκε την οικογένειά της και αποφάσισε να μπει μέσα στη βάρκα. Έκλεισε πολύ καλά τα αυτιά της και μπηκε μέσα. Τα άνοιξε για πολύ λίγο για να λύσει τη βάρκα και μετά, τα ξανάκλεισε αμέσως. Τότε, η βάρκα άρχισε να επιπλέει. Όμως, η Εσμεράλδα άκουσε πολύ σιγά τις φωνές των σειρήνων και προσπάθησε να κλείσει πιο πολύ τα αυτιά της. Όμως, τα χέρια της τραβούσανε τα δάχτυλά της για να ακούσει τις σειρήνες.
Εκείνη, δεν σταματούσε να βάζει όλη της τη δύναμη για να μην τις ακούσει. Μετά από περίπου δέκα λεπτά, η Εσμεράλδα κατάφερε να φτάσει στην άλλη άκρη του ποταμού. Μόλις έφτασε, έτρεξε γρήγορα έξω από το ποτάμι. Συνέχισε να τρέχει για πολλή ώρα, μέχρι που έφτασε σε δύο χωράφια. Το ένα ήταν απέναντι στο άλλο. Η μία πλευρά, ήταν γεμάτη με ζουμερά φρούτα και η άλλη πλευρά ήταν γεμάτη με γλυκά και ζαχαρωτά. Η Εσμεράλδα, προσπαθούσε να αντισταθεί στα ζουμερά φρούτα και στα λαχταριστά ζαχαρωτά. Όμως, κάποια στιγμή που δεν κατάφερε άλλο να αντισταθεί, άρπαξε μερικές μικρές ζουμερές φράουλες και λίγα ζαχαρωτά και τα έβαλε στο στόμα της. Μετά από λίγο όμως, την έπιασε πονόκοιλος και δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο. Έκατσε εκεί για περίπου μισή ώρα. Μετά που της πέρασε ο πονόκοιλος, είδε ότι τα χέρια της είχαν γίνει ροζ, μπλε και κόκκινο. Τότε, προσπάθησε να τρέξει γρήγορα μακριά από τα ζουμερά φρούτα και τα λαχταριστά ζαχαρωτά.
Όμως, μετά από λίγο, σταμάτησε ξαφνιασμένη διότι είδε μπροστά της ένα μεγάλο ψηλό πύργο που είχε μπροστά δύο γιγάντιες πέτρες. Εκείνη τη στιγμή, πρόσεξε ένα μικρό ανοιχτό παραθυράκι και αποφάσισε να μπει μέσα. Σκαρφάλωσε στις γιγάντιες πέτρες και φώναξε “είναι κανείς εδώ;”. Τότε, ένας μικρός και κοντούλης νάνος της είπε “Γεια σου κοριτσάκι. Γιατί μας επισκέφτηκες”;. Κι εκείνη του απάντησε: “γιατί η οικογένειά μου είναι πολύ φτωχιά και θέλω να σας ζητήσω μια χάρη. Μπορείτε να μου δώσετε τον κόκκινο λαμπερό λίθο;” Κι ο νάνος της απάντησε: “Μακάρι να μπορούσαμε αλλά είμαστε φυλακισμένοι. Μια μάγισσα, η Έθελ, μας έχει φυλακίσει εδώ και πολλά χρόνια”. “Τότε, θα σας βοηθήσω να βγείτε έξω!” απάντησε η Εσμεράλδα.
Κι ο νάνος της απάντησε: “πώς μπορείς να μας ελευθερώσεις μόνη σου;”
- “Δεν έχω ιδέα ακόμα, αλλά θα βρω τρόπο” του είπε η Εσμεράλδα και συνέχισε: “Μόλις μου ήρθε μια ιδέα: Μπορώ να φέρω τη μάγισσα Έθελ και να σε ελευθερώσει εκείνη!”
“Αυτό αποκλείεται “ είπε ο νάνος.
Ε: ¨Δεν αποκλείεται!”
Ν: “Μπορείς να μου πεις το σχέδιό σου;”
Ε: “Όχι ακόμα, είναι μυστικό. Αλλά θα ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση. Η μάγισσα Έθελ, που μένει;”
“Στον επόμενο λόφο. Είναι μακριά, γι’ αυτό κάνεις πέντε μέρες για να φτάσεις.”
Ε: “Πω πω! Πέντε ολόκληρες μέρες;”
Ναι, πέντε ολόκληρες μέρες ,είπε ο νάνος.
Τότε, η Εσμεράλδα τους υποσχέθηκε ότι θα τους βγάλει από εκεί μέσα.
Κατέβηκε από τις μεγάλες πέτρες και φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε: “Μάγισσα Έθελ! Πού είσαι;”
Τότε, άκουσε από μακριά: “Χεχεχε!”
Η Εσμεράλδα απάντησε “Εδώ είμαι!”
Τότε η μάγισσα Έθελ τους πλησίασε. “Τι κάνει εδώ, στο απαγορευμένο δάσος ένα κοριτσάκι;”
“Ήρθα για να πάρω τον κόκκινο λίθο γιατί οι γονείς μου είναι πολύ φτωχοί.” απάντησε η Εσμεράλδα.
Τότε, η μάγισσα της είπε: “Αν μου φέρεις τον κόκκινο λίθο, θα σου δώσω ένα φίλτρο για να κάνεις τους γονείς σου πλούσιους!” Όμως, η Εσμεράλδα εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκε ότι ο νάνος της είχε πεις ότι είναι πάρα πολύ μοχθηρή και κακιά μάγισσα και της είπε: “Εντάξει, θα σου δώσω τον κόκκινο λίθο”.
“Χε χε χε! Τότε θα σου βρω τρόπο να μπεις μέσα στο κάστρο από τα παραθυράκια” απάντησε η μάγισσα Έθελ.
Ακόνισε το μαγικό της ραβδί και άνοιξε μία πύλη πάνω στο κάστρο. Έπειτα της είπε με δυνατή φωνή: “Τώρα μπες μέσα και φέρε μου τον κόκκινο λίθο!”
Η Εσμεράλδα έτρεξε και μπήκε μέσα στην πύλη και πήρε τον κόκκινο λίθο από το τραπέζι που τον είχαν ακουμπήσει. Ήταν μεγάλος και βαρύς, αλλά κατάφερε και τον κουβάλησε έξω. Μετά, είπε στη μάγισσα: “Πρώτα θα ελευθερώσεις τους νάνους και μετά θα σου δώσω τον κόκκινο λίθο.”
Η μάγισσα όμως, κατάλαβε το σχέδιό της.
“Εντάξει κοριτσάκι” είπε με μια πιο πονηρή φωνή.
Η μάγισσα, της πέταξε ένα μπουκαλάκι που στην πραγματικότητα δεν είχε μέσα το φίλτρο που είχανε συνεννοηθεί, αλλά είχε μέσα το κρυστάλλινο νερό από το ποτάμι με τις σειρήνες! Μόλις το είδε ο νάνος, της έκανε τρομαγμένος νόημα να μην το πιει. H Εσμεράλδα, έριξε κρυφά το φίλτρο στο μπουκαλάκι του νερού της που ήταν άδειο και γυρνώντας προς τη μάγισσα, έκανε ότι ήπιε όλο το μαγικό φίλτρο.
Τότε, η μάγισσα φώναξε “Χα χα χα! Μόλις ήπιες το φίλτρο με το νερό από τις σειρήνες!! Χαχαχα! Η Εσμεράλδα, κάνοντας ότι φοβήθηκε, της είπε: “Αφού τώρα θα χαθώ για πάντα, σε ποιον να αφήσω το μαγικό φίλτρο της νεότητα που έχω μαζί μου;”
Μόλις το άκουσε αυτό η μάγισσα, και με τη σκέψη ότι θα γινόταν πάλι νέα, της το άρπαξε από το χέρι και το ήπιε με μια ρουφιά! Ο νάνος, κατάλαβε τι έγινε. Η μάγισσα, άρχισε να αλλάζει χρώματα, να βήχει και με κραυγές άρχισε να εξαφανίζεται!
Αμέσως, άνοιξαν όλα τα κελιά των νάνων και το μαύρο δάσος, ξαναέγινε χρωματιστό! Βγήκαν όλοι οι νάνοι από τα κελιά τους, πήραν τον κόκκινο λαμπερό λίθο και την Εσμεράλδα στα χέρια τους και αναχώρησαν προς τη λίμνη. Όταν έφτασαν, μπήκαν στη βάρκα, έκλεισαν τα αυτιά τους και πέρασαν απέναντι, Μετά, τους κάλεσε η Εσμεράλδα να έρθουν στο χωριό της. Αυτοί την ευχαρίστησαν και της εξήγησαν ότι το σπίτι τους είναι το παραδεισένιο δάσος. Έτσι το έλεγαν πριν το μαγέψει η μάγισσα. Η Εσμεράλδα τους αποχαιρέτησε και πριν νυχτώσει, επέστρεψε στο σπίτι της. Οι γονείς της είχαν ανησυχήσει. Τους είπε όλη την περιπέτειά της και τους έδωσε τον κόκκινο λαμπερό λίθο . Αυτοί την αγκάλιασαν με δάκρυα στα μάτια και από εκείνη τη μέρα, η οικογένεια της Εσμεράλδας, ζούσε πιο όμορφα, έχοντας βοηθήσει με τον κόκκινο λαμπερό λίθο και άλλους φτωχούς ανθρώπους του χωριού.
Ο βασιλιάς Ωκεανός με τις κόρες του από τη Τζένη Μαγουλάκη
Πριν από πολλά χρόνια ζούσε ένας βασιλιάς ο Ωκεανός σε μια μεγάλη χώρα στην Αλμόρα. Ο βασιλιάς Ωκεανός έχε δύο κόρες, την μεγαλύτερη την έλεγαν Αφροδίτη ενώ την μικρότερή του κορούλα την έλεγαν Αρετή. Την βασίλισσα την έλεγαν Γαλήνη.
Ο βασιλιάς ήταν με πανέμορφα ρούχα όπως και η βασίλισσα, οι δύο κόρες ήταν με φορέματα και κοσμήματα. Οι στρατιώτες ήταν με γερές πανοπλίες και σπαθιά, οι υπηρέτες από την άλλη ήταν στην δουλειές αλλά δεν τους πείραζε γιατί ο βασιλιάς δεν τις κούραζε καθόλου!!!
Μια μέρα ήρθε η ώρα του χορού για να δουν πιο πριγκιπόπουλο θα πάρει η Αφροδίτη. Στον χορό ήρθε ένας κακός μάγος που ήθελε να πάρει την πριγκίπισσα Αρετή γιατί την αγαπούσε, ήρθε και ένας σωματοφύλακας που πιο παλιά δούλευε μαζί με τον κακό μάγο. Τώρα ευτυχώς δεν ήταν μαζί του γιατί είχαν τσακωθεί. Ο μάγος πήρε την Αρετή την ώρα του χορού. Άνοιξε μία τρύπα στο πάτωμα με αποτέλεσμα να πέσουν μέσα στην τρύπα που τους οδηγούσε στο σπίτι του μάγου. Όταν έφτασαν στο σπίτι του μάγου την έβαλε σε κάτι αλυσίδες. Ο πατέρας της την έψαχνε. Ο σωματοφύλακας όμως αντί για να φύγει έκατσε να τους βοηθήσει να βρουν την πριγκίπισσα Αρετή.
-Αρετή που είσαι Αρετή, φώναζε ο βασιλιάς
Ο σωματοφύλακας είχε δει που την πήρε ο μάγος και είδε ότι άνοιξε την τρύπα που τους οδηγούσε στο σπίτι του μάγου. Έτσι κατάλαβε ότι την πήρε ο μάγος!
-Ξέρω που είναι την πήρε ο μάγος, είπε ο σωματοφύλακας.
-Που είναι ; Είπε ο βασιλιάς, η βασίλισσα και η αδερφή της η Αφροδίτη.
-Είναι σε ένα σπιτάκι μέσα στο δάσος ελάτε θα σας βοηθήσω αν θέλετε, είπε ο σωματοφύλακας.
-Βέβαια θέλουμε να μας βοηθήσεις να βρούμε την Αρετή! Είπαν όλοι μαζί πάλι.
-Αλλά θα πάμε αύριο στης επτά ακριβώς το πρωί γιατί τώρα είναι σκοτεινά και δεν θα βλέπουμε άσε που μπορεί να χτυπήσουμε, είπε ο σωματοφύλακας.
-Ωραία αλλά εσύ που θα κοιμηθείς; Είπε ο βασιλιάς.
-Θα πάω στο σπίτι μου είναι απέναντι στο διπλανό βουνό, είπε ο σωματοφύλακας.
-Είναι πάρα πολύ μακριά και έχει πολλούς λύκους. Έλα θα κοιμηθείς εδώ στο βασίλειό μου! Είπε ο βασιλιάς.
Έτσι την επόμενη μέρα στης επτά ακριβώς το πρωί πήγαν στο δάσος που ήταν το σπίτι του κακού μάγου. Έπρεπε να κάνουν κάποιες δοκιμασίες. Τις πέρασαν αλλά ήταν και μία τελευταία η πιο δύσκολη από όλες. Ο μάγος τους είπε:
-Σ’ αυτήν την δοκιμασία πρέπει να βρείτε το όνομά μου κι έχετε μόνο πέντε προσπάθειες!
Φώναξε με ένα σατανικό γέλιο.
-Δεν θα με βρείτε ποτέ χαχαχαχαχα!!!
Ο βασιλιάς όμως δεν σταματούσε ποτέ
-Μήπως σε λένε Νικόλα; είπε ο βασιλιάς.
-Όχι με τίποτα!
Ο βασιλιάς έχασε την πρώτη προσπάθεια. Την δεύτερη μέρα ρωτάει έναν πολίτη.
-Μήπως έχεις δει κανέναν μάγο που να λέει το όνομά του μαζί με την κόρη μου την Αρετή; Ρωτάει ο βασιλιάς
-Ναι , χθες μου έπεσε η λύρα μου σε έναν γκρεμό πήγα να την πιάσω και βλέπω ένα σπιτάκι εκεί μέσα ήταν ένας μάγος με μια μαϊμού και την κόρη σας την Αρετή ο μάγος τραγουδούσε ένα τραγούδι που έλεγε:
«Με λένε χαζούλη, αλλά θα σου πάρω το Αρετούλι!»
-Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ!!!
Πάει ο βασιλιάς στον μάγο και του λέει:
- Μήπως σε λένε χαζούλη;;;
-Πώς το βρήκες;;;
Από τότε ο μάγος έγινε άγαλμα!!!
Έτσι η Αφροδίτη έκανε τον γάμο της με το πριγκιπόπουλο και η πριγκίπισσα Αρετή γύρισε στο βασίλειο!!!
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
- Full access to our public library
- Save favorite books
- Interact with authors
Ελπίζουμε να σας αρέσει.
Η ΜΑΡΙΛΟΥ από την Ειρήνη Γαδανάκη
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα ωραίο καταπράσινο δάσος ζούσε ένα ένα μικρό λαγουδάκι. Ήταν λευκό με ροζ αυτάκια και το λέγανε Μαριλού. Η Μαριλού ήταν ένα χαρούμενο λαγουδάκι που του άρεσε κάθε μέρα να τρέχει, να παίζει και να γελάει .Μέσα στο δάσος υπήρχε ένα ξέφωτο όπου μαζευόντουσαν όλα τα ζωάκια και παίζανε . Εκεί φυσικά πήγαινε και Μαριλού και έπαιζε με τους φίλους της τα σκιουράκια , τα κουνελάκια, τα σκατζοχοιράκια και τα μικρά ελαφάκια .
Μια μέρα ήρθε στο ξέφωτο ένα ζώο που ποτέ κανείς δεν το είχε ξαναδεί. Ήταν ένας μεγάλος κούνελος που φορούσε ένα κόκκινο παντελόνι και μαύρα παπούτσια . Ο κούνελος αυτός ήταν πολύ αστείος επειδή είχε δύο πολύ μεγάλα δόντια, έκανε τούμπες και μιλούσε παράξενα φωνάζοντας συχνά : "Σκουίκ- σκουίκ". Η Μαριλού πήγε πιο κοντά για να τον δει και ο κούνελος της είπε :-Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνίδι εγώ και εσύ , σκουίκ -σκουίκ; - Tι παιχνίδι; Ρώτησε η Μαριλού .
-Ένα παιχνίδι που δεν το έχεις ξαναπαίξει και είναι πολύ ωραίο , σκουίκ.
Η Μαριλού είχε βαρεθεί να παίζει κάθε μέρα τα ίδια παιχνίδια όπως ήταν το κρυφτό, το ποδόσφαιρο με τα βελανίδια και το κυνήγι των πεταλούδων. Έτσι αμέσως είπε στον κούνελο να παίξουν το παιχνίδι που αυτός ήξερε.
- Ξέρεις ,της είπε ο κούνελος ,αυτό το παιχνίδι δεν μπορούμε να το παίξουμε μπροστά σε όλους για να μην ζηλέψουν και θέλουν να παίξουν και αυτοί.. Πάμε πίσω από το μεγάλο δέντρο να το παίξουμε.
Έτσι η Μαριλού και ο κούνελος πήγανε πίσω από το δέντρο.
-Λοιπόν, πώς παίζεται το παιχνίδι που μου είπες; Ρώτησε η Μαριλού.
-Θα δεις, της είπε ο μεγάλος κούνελος και άρχισε να την χαϊδεύει στη μασχάλη και μετά στην μασχάλη ξαφνικά όμως ο μεγάλος κούνελος της τράβηξε μια τρίχα.
-Άουτς αυτό πόνεσε, φώναξε η Μαριλού.
-Μα είναι κανόνας του παιχνιδιού , είπε ο μεγάλος κούνελος
-Μα δεν ωραίο παιχνίδι που κάνει τον άλλο να πονάει του εξήγησε η Μαριλού
Ο μεγάλος κούνελος κατάλαβε το λάθος του και από τότε δεν το ξανάκανε ποτέ
ο κούνελος άρχισε να παίζει με όλους!!!!!!!!!!!!!
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΠΠΟΤΕΣ του Γιώργου Χριστοδουλάκη
Μια φορά κι έναν καιρό πριν από πολλά χρόνια σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Ηρακλή. Πήγαινε παντού μαζί με τους τρεις ιππότες του, τους έλεγαν και τους τρεις Πέτρους.
Οι τρεις ιππότες ήταν γρήγοροι, δυνατοί και πολύ φιλικοί με τους άλλους .
Όμως ο Ηρακλής είχε έναν αντίπαλο τον βασιλιά Ιάσωνα. Ο Ιάσωνας ήταν πολύ κακός γιατί είχε κλέψει όλους τους θησαυρούς του Ηρακλή.
Μια μέρα ο Ηρακλής αρρώστησε βαριά, οι τρεις ιππότες στενοχωρήθηκαν και γι’ αυτό έστειλαν γράμμα σε όλους τους γιατρούς του κόσμου. Την επόμενη μέρα οι γιατροί ήρθαν στο παλάτι και είδαν τι είχε γίνει. Ξαφνικά ένας γιατρός φώναξε και
είπε :
- Ο βασιλιάς έχει κολλήσει μία αρρώστια που μόνο όσοι έχουν αντίπαλο τον Ιάσωνα την κολλάνε.
- < BEGINNING
- END >
-
DOWNLOAD
-
LIKE
-
COMMENT()
-
SHARE
-
SAVE
-
BUY THIS BOOK
(from $8.39+) -
BUY THIS BOOK
(from $8.39+) - DOWNLOAD
- LIKE
- COMMENT ()
- SHARE
- SAVE
- Report
-
BUY
-
LIKE
-
COMMENT()
-
SHARE
- Excessive Violence
- Harassment
- Offensive Pictures
- Spelling & Grammar Errors
- Unfinished
- Other Problem
COMMENTS
Click 'X' to report any negative comments. Thanks!