Εργασία για το β' τετράμηνο στο μάθημα της Λογοτεχνίας.
Μάρτιος 2020

Κεφάλαια
Ο "Πορτοκαλής Ήλιος" - Στο σπίτι της κυρα-Μαρίας : Ευαγγελία Πέππα
Η Νικόλ προτείνει ένα σποπυδαίο σχέδιο - Τα παιδιά συνωμοτούν : Μαριλίτα Πουρσανίδη
Στον ναό της Αφαίας - Δεξαμενή : Βασιλική Μαρνέζου
Ο ''Πορτοκαλής Ήλιος''
Ο Κλου, ο Αλέξης, η μητέρα του Ζωή, η μικρή αδερφή του Αλέξη η Λίνα, ο Άγγελος και η μητέρα του Βέρα βρίσκονται στο καράβι που θα τους οδηγήσει στην μαγεμένη Αίγινα.Όσο ταξίδευαν ο Κλου και ο Αλέξης είχαν μια μικρή συζήτηση για το περασμένο τους καλοκαίρι στον Πόρο.
-Το περσινό καλοκαίρι δε θα ξαναγυρίσει ποτέ... ποτέ, έλεγε ο Αλέξης που του έλειπε ο Πόρος και οι φίλοι τους εκεί.
Μετά από λίγο συναντηθήκανε οι μητέρες των παιδιών και ανακαλύψανε ΄ότι ταξιδεύουν προς τον
ίδιο προορισμό, την Αιγινήτισσα. Ύστερα μόλις έφτασαν πήραν ένα ταξί και στη διαδρομή ο Άγγελος τους έλεγε ό,τι είχε διαβάσει σε βιβλία για την ιστορία της Αίγινας.
Στο σπίτι του Καζαμία
Ο ταξιτζής άφησε την Βέρα και τον Άγγελο στο ξενοδοχείο τους. Έπειτα άφησε τους υπόλοιπους στο σπίτι του Καζαμία, τον νοικοκήρη του σπιτιού τους, ο οποίος τους υποδέχθηκε με χαρά. Η Ζωή εβγαλε τα μαγιό των παιδιών και τους τα έδωσε να τα βάλουν και πήγαν στη παραλία.
Μόλις φτάσανε στην παραλία τα δύο αγόρια καθίσανε και περιμένανε τα κορίτσια.
-Ας καθίσουμε τότε κι ας περιμένουμε, είπε ο Αλέξης μεκαλή διάθεση, κι ας παίξουμε ένα παιχνίδι: να φανταστούμε πώς θα 'ναι οι δεσποινίδες Καρυώτη:
ψηλές, κοντές, ασχημομούρες;
Όσο προσπαθούσαν να μαντέψουν την εμφάνιση των κοριτσιών, ξαφνικά δύο κορίτσια πετάχτηκαν και τους ΄΄ελεγαν ότι η μία είναι καμπούρα και ότι η άλλη έχει ξύλινο πόδι. Αυτό τους ενόχλησε και έτσι τις αγνοούσαν.
Μόλις φτάσανε οι μητέρες και ο Άγγελος τα αγόρια ρωτήσανε που είναι τα κορίτσια.Άφωνα και ντροπιασμένα έμειναν όταν μάθαναι ότι τα κορίτσια είναι εκείνες που πεταχτίκανε, η Σόφη και η Ράνια.
Η αδερφή του Αλέξη, η Λίνα, και ο Άγγελος έχουν γίνει φίλοι. Το μόνο που λείπει είναι ο Αλέξης να τις συμπαθήσει.
Η Νικόλ
Η Νικόλ είναι ένα εικοσιεξάχρονο κορίτσι με μαύρα κοντά μαλλιά, είχε μάτια που πέταγαν σπίθες πίσω από τα ολοστρόγγυλα μεγάλα γυαλιά της, με ανασηκωμένη μυτούλασ της και με το γεροδεμένο σώμα της. Μάλιστα, όταν πήγαινε διακοπές στην ηλιόλουστη Ελλάδα ξεχώριζε από τους πάντες με τον τρόπο που ντυνόταν. Ήταν μία γυναίκα γεμάτη κέφι και ζώγραφιζε ένα χαμόγελο σε όσους την έβλεπαν. Είχε τελειώσει σπουδές ψυχολογίας και δούλευε για τον γιατρό Σπακ.
Τα παιδιά ανυπομονούσαν να την ξαναδούν και τα
κορίτσια των Καρυώτη να την γνωρίσουν. Όσο η Νικόλ ταξίδευε με τον Αλέξανδρο, τον πατέρα του Αλέξη και της Λίνας, και με τον Βύρων Καρυώτη, τον πατέρα της
Σόφης και της Ράνιας.
Μόλις φτάσανε, χαιρετίστηκανε και φιλιθήκανε. Αμέσως μετά, πήρανε δύο ταξί για να επιστρέψουν στην Αιγηνίτισσα.
Κάτω από την κλιματαριά
Ήταν Σάββατο και όλοι χαλαρώνανε κάτω από την κλιματαριά που ήταν ένα χαλαρό μεσημεράκι. Όλοι πίνανε τον καφέ τους και τρώγανε λιχουδιές χαλαρά. Ξαφνικά πετάχτηκε η Λίνα για να δώσει η Νικόλ τα δώρα που είχε πάρει για τα παιδιά.
Μετά ο Αλέξης ρώτησε την Νικόλ:
-Είπες, όταν ερχόμασταν, πως είσαι ενθουσιασμένη γιατί βρίσκεται στην Αίγινα και πως έχεις τους λόγους σου, θα μας τους πεις;
Και τότε η Νικόλ τους εξήγεισε ότι δεν είχε έρθει μόνο για διακοπές. Είχε και μία ειδική αποστολή.
Έπρεπε να μαζέψει πληροφορίες για τον σαρανταπεντάχρονο Γερμανό Χαν Σουλτς που χρειαζόταν ο δόκτωρ Σπακ. Το 1943 ο Χαν Σουλτς είχε πατήσει μία νάρκη και με αυτόν τον τρόπο έπαθε « μερική » αμνησία. Κι έτσι, η Νικόλ προσπαθεί να μάθει παραπάνω για εκείνον με την βοήθει μερικών σημειώσεων για να καταφέρει ο δόκτωρ Σπακ να τον βοηθήσει να επιστρέψει η μνήμη του Γερμανού.
Βαγία
Την επόμενη μέρα όλοι ταξιδέψανε στην Βαγία για να αντλίσουν πληροφορίες για τον Χαν Σουλτς. Μόλις φτάσανε η Ζωή ήταν στεναχωρημένη.
-Ζωή μου, την παρηγόρησε ο Αλέξανδρος, φυσικό είναι ύστερα από τόσα χρόνια. Πώς είναι δυνατό τίποτα να μην έχει αλλάξει;
Μετά από λίγα λεπτά η Ζωή με την Λίνα ρωτήσανε που ήταν το σπίτι της κυρα-Λένης της Χαλδαίου. Μόλις μάθανε τον δρόμο πήγανε εκεί.
Τους καλοδέχτηκε η Ιουλία, εκείνη που έπαιζε με την Ιουλία όταν ήταν μικρές. Όταν καθίσανε η Ιουλία
φώναζε τα αδέρφια της, τον Σώζο και τον Παναγιώτη. Μετά τους ρωτούσανε ερωτήσεις για την κατοχή και αν ξέρανε κάτι για τον Γερμανό. Θυμηθήκανε ότι εκείνη την επόχη ο Γερμανός ζόυσε στο σπίτι του Γιάννη του Χαλδαίου. Παρότι που εκείνος είναι νεκρός η πεθερά του ζούσε. Κι έτσι κανονίσανε τα παιδιά με την Νικόλ να πάνε σρο σπίτι του Γιάννη του Χαλδαίου και οι υπόλοιποι να μείνουν για λίγο ακόμα στην Ιουλία.
Στο σπίτι της κυρα-Μαρίας
Μόλις φτάσανε στο σπίτι της κυρα-Μαρίας, η κυρα-Μαρία τους άφησε μέσα αφότου έμαθε ότι η Ιουλία και τα αδέρφια της τους έστειλαν εκεί. Αφού πήγανε μέσα η Λίνα πετάχτηκε και εξήγησε ότι ήταν η κόρη της Ζής για να νιώσει η κυρα-Μαρία ασφαλή. Μετά η Νικόλ ρώτησε μερικές ερωτήσεις για τον Γερμανό.
-Ώστε ζει ο Γερμανός μας;έκανε η γριά κουνώντας το κεφάλι της.Ας τον συγχωρήσει ο Θεός.
Όλοι παρεξενεύτηκαν.
Τότε η κυρα-Μαρία τους εξήγησε ότι παρότι που ήταν ήσυχος και ευγενικός, μία μέρα ο Γερμανός είχε
δει που κρύβανε τις λίρες τους κι έτσι ένα βράδυ τους έκλεψε όλες τους τις οικονομίες. Τους έκλεψε 203 λίρες. Από τότε που έφυγε από το σπίτι τους δεν είχαν ξαναδεί τις λίρες τους. Αλλά, είχε αφήσει πίσω του μία φωτογραφία του, στρατιώτης, και ένα σημειωματάριο.
Δάκρυα τρέχαν από τα μάτια της καλής γυναίκας. Τι τα χρειαζόταν τα λόγια; Η απλοϊκή της καρδιά της μπορούσε να τα καταβάλει όλα.
Η Νικόλ προτείνει ένα σπουδαίο σχέδιο
Στην Παλιαχώρα
Τα παιδιά συνωμοτούν...
Στον ναό της Αφαίας
Ούτε κουβέντα για τον Χανς και την κυρά-Μαρία σκεφτόταν η Νικόλ και ένιωθε ξαλαφρωμένη.
Νικόλ: Ευτυχώς που πέρασε. Νόμιζα πως είχαν θυμώσει μαζί μου.
Ζωή: Σας είπα πως είναι θαυμάσια και λογικά. Ας ετοιμαστούμε λοιπόν για την Αφαία.
Η διαδρομή ήταν σύντομη και ευχάριστη . Ο Άγγελος μιλούσε και δεν σταματούσε! Τον άκουγε προσεκτικά όλο το λεωφορείο. Τα είχε μελετήσει όλα τόσο καλά που θα νόμιζε κάποιος πως είχε πάει στην Αφαία πολλές φορές. Το λεωφορείο ανέβηκε σε ένα μικρό
λόφο και φάνηκε ο Ναός. Κατέβηκαν όλοι κοντά σε ένα τουριστικό περίπτερο και στάθηκαν λίγο για να δουν την πανέμορφη θεά
Άγγελος: Και τώρα στο Ναό!
Ο φύλακας έκοψε τα εισιτήρια και η Ζωή πλήρωσε, μπήκαν από την καγκελένια πόρτα και ανέβηκαν στο δρομάκι που πήγαινε για το Ναό.
Βέρρα: Και τώρα Άγγελε μπορείς να μας πεις μερικά πράγματα για το Ναό.
Άγγελος: Δεξιά ήταν το σπίτι των ιερέων. Να φαίνονται και τα θεμέλια, εκεί είχε δύο στοές, σαν βεράντες και πιο εκεί είναι τα λουτρά και οι λεκάνες. Αυτές οι λεκάνες που βλέπετε χρησίμευαν για θρησκευτικούς
καθαρμούς. Ελάτε, πάμε πιο πάνω.
Αλέξης: Πάμε πρώτα στο Ναό.
Άγγελος: Όχι ακόμα θα τα πάρουμε με τη σειρά.
Καθώς προχωρούσαν η Λίνα ξαφνικά είπε:
Δείτε! Ένα πηγάδι!
Άγγελος: Λινάκι, αυτό δεν είναι πηγάδι. Είναι δεξαμενή και εκεί μάζευαν το νερό της βροχής.
Μετά από αυτό όλοι τους μίλαγαν μεταξύ τους και δεν άκουγαν τον Άγγελο. Και τους είπε με ένα απελπισμένο βλέμμα:
Άγγελος: Αφού δεν με ακούτε ας πάμε όπου θέλετε.
Προχώρησαν με βιαστικό βήμα και ανέβηκαν τα σκαλοπάτια του ναού. Σκορπίστηκαν και άλλοι άγγιζαν
με την παλάμη του χεριού τους τις κολώνες, ενώ άλλοι θαύμαζαν τη θέα.
Άγγελος: Βλέπετε αυτή την κουκιδίτσα εκεί;
Όλοι κούνησαν το κεφάλι τους πάνω κάτω σαν να του έλεγαν ναι.
Άγγελος: Είναι ο Παρθενώνας.
Λίνα: Αλήθεια; Αυτή κουκιδίτσα είναι ο Παρθενώνας μας;
Άγγελος: Ναι, σαν Αθηναία μιλάς: «ο Παρθενώνας μας». Είναι σαν να θέλησαν οι δύο προαιώνιοι εχθροί, οι Αθηναίοι και οι Αιγινήτες να βάλουν αντιμέτωπους τους δύο αριστουργηματικούς τους ναούς τους.
Περπατούσαν και θαύμαζαν και τη θέα και το ναό
ταυτόχρονα. Ο Άγγελος στάθηκε στο κέντρο του ναού και είπε:
Άγγελος: Κι εδώ είναι ο σηκός, τον χώριζαν δέκα δωρικές κολόνες ,πέντε από κάθε πλευρά, και σχημάτιζαν μία διώροφη στοά. Στο βάθος του σηκού, ήταν στημένο το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς.
Ράνια: Ποιας θεάς;
Άγγελος: Αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Αν θέλετε μαζευτείτε να σας την πω.
Βέρρα: Ας καθίσουμε πρώτα κάπου και μας τη λες.
Τα παιδιά συμφώνησαν και κάθισαν στα σκαλοπάτια. Κάθισαν όλοι κοντά στον Άγγελο και τον περίμεναν να ξεκινήσει την ιστορία του.
Άγγελος: Οι αρχαιολόγοι δε συμφωνούν μεταξύ τους ως προς τη θέα που λατρευόταν εδώ. Άλλοι λένε πως ήταν η Αθήνα κι άλλοι η Αφαία, κι άλλοι πάλι πίστευαν πως ήταν η Αθήνα που οι Αιγινήτες την έλεγαν Αφαία, γιατί δεν ήθελαν ν’ αναφέρουν, από μίσος, το όνομα της θεάς που προστάτευε την Αθήνα. Αλλά ακούστε το μύθο της Αφαίας. Ήταν η κόρη του Δία και της θνητής Κούρμης. Γεννήθηκε στην Κρήτη κι ονομαζόταν Βρυτομάρτυς. Μία μέρα, την είδε ο Μίνως και την ερωτεύτηκε. Για να γλιτώσει η κόρη απ’ αυτόν, έφυγε με ένα καράβι. Όταν πλησίαζαν στην Αίγινα, είναι ναύτες της επιτέθηκαν κι αυτή έπεσε στη θάλασσα και βγήκε κολυμπώντας στη στεριά. Κρύφτηκε σε μία
σπηλιά και εξαφανίστηκε από τα μάτια τους. Από τότε οι Αιγινήτες την λάτρευαν με το όνομα Άφα: αφανής, κι αργότερα Αφαίη.
Βέρρα: Πάμε τώρα παιδιά, αρχίζει να σκοτεινιάζει. Τα παιδιά ευχαρίστησαν τον Άγγελο και οι μητέρες χαίρονταν που τα έβλεπαν χαρούμενα. Ξανακατέβηκαν το λόφο του ναού αλλά αυτή τη φορά η Ράνια και ο Αλέξης έμειναν λίγο πιο πίσω και συ ζήταγαν:
Ράνια: Η μαμά μου είπε πως την Κυριακή θα πάνε σίγουρα στη Μονή με το σκάφος. Θα πάνε μαζί τους και άλλοι δύο φίλοι τους, που θα ‘ρθουν στο Μούντι για το Σαββατοκύριακο. Δεν πρόκειται να το αναβάλουν.
Αλέξης: Και εγώ πήρα διακριτικά πληροφορίες από τον Καζαμία. Ο δρόμος είναι κακός και θα μας πάρει έξι ώρες να πάμε και να έρθουμε. Πότε νομίζεις θα γυρίσουν:
Ράνια: Θα μείνουν όλη μέρα, θα φάνε εκεί, οι πατεράδες μας θα πάνε για ψάρεμα, για αυτό θα ξεκινήσουν πολύ πρωί, πριν βγει ο ήλιος.
Αλέξης: Τέλεια. Έτσι θα έχουμε χρόνο να ανέβουμε, να κατεβούμε και να μας βρούνε φρόνιμους στο Μούντι.
Ράνια: Πιστεύεις πως θα βρούμε τις λίρες;
Αλέξης: Ναι το πιστεύω. Ο Άγγελος αποκλείεται να κάνει λάθος.
Ράνια: Σκέψου να της βρούμε. Βιάζομαι να έρθει η
Κυριακή.
ο Αλέξης την κοίταζε και σκεφτόταν πόσο βλάκας είναι που δεν ήθελε να κάνουν παρέα. Έτρεξε να προλάβουν και τους άλλους που είχαν προχωρήσει.
Το Ελλάνιον Όρος
Μόλις ακούστηκε η μηχανή του γιοτ τα παιδιά πετάχτηκαν πάνω και μέσα σε ένα τέταρτο ήταν όλα τους έτοιμα. Πήγαν στο σπίτι των Καρυώτη γιατί από εκεί θα γινόταν η εκκίνηση. Βάλανε σε ένα σάκο δύο μεγάλα θερμός με νερό και μερικά σάντουιτς. Πήραν και πολλά φρούτα.
Αλέξης: Λοιπόν, θα πάμε πρώτα στο Μαραθώνα και από κει έχει έναν άλλο δρόμο που ανεβαίνει στην Παχιαράχη-Σφυρίχτρες. Έχω και χάρτη μαζί μου. Έχω μελετήσει το όρος μας. Ας ξεκινήσουμε.
Το ξεκίνημα ήταν κεφάτο. Ο ήλιος μόλις είχε βγει και
δεν έκαιγε καθόλου. Σε μισή ώρα έφτασαν στο Μαραθώνα και από κει ρώτησαν έναν Αιγινήτη που τους έδειξε το δρόμο για την πρώτη κορυφή. Τα παιδιά τάχυναν το βήμα τους αλλά μετά από λίγο:
Ράνια: Με χτύπησε το παπούτσι.
Σόφη: Δίψασα.
Αλέξης: Εντάξει, ας κάνουμε ένα διάλειμμα.
Μετά από ένα δεκάλεπτο διάλειμμα τα παιδιά συνέχισαν την πορεία τους. Αυτή τη φορά ήταν πιο κουραστικά. Σε λίγο φάνηκε η κορυφή της Παχιαράχης. Ο Αλέξης έδειξε με το δάχτυλο του μία άλλη κορυφή.
Αλέξης: Αυτό είναι το Ελλάνιον όρος.
Θα ξεκουραστούμε λίγο, θα φάμε κάτι και δεν θα
κάνουμε πάνω από δύο ώρες.
Ο Αλέξης μοίρασε στον καθένα τους από ένα σάντουιτς και έτρωγαν με όρεξη. Άκουγαν τον Άγγελο να εξηγεί για το όρος.
Άγγελος: Το 2ο αιώνα π Χ ανατίναξαν τους βράχους, ισοπέδωσαν το μέρος κι έχτισαν μία μεγάλη ταράτσα κλεισμένη από μεγάλους ογκόλιθους. Λίγο πιο πάνω ήταν μία στοά που τα θεμέλια της σώζονταν και μέσα στο βράχο είναι σκαμμένη μία δεξαμενή.
Λίνα: Και μέσα στη δεξαμενή έχει τις λίρες του Χανς.
Άγγελος: Ίσως όχι γιατί πιο πάνω έχει μία όμοια δεξαμενή και ίσως είναι σε αυτή. Αλέξης: Για αυτό πρέπει να πηγαίνουμε, γιατί έχουμε πολύ δρόμο
μπροστά μας.
Τα παιδιά ξεκίνησαν πάλι το ανέβασμα. Το μονοπάτι έγινε απότομο και δύσβατο. Έπρεπε να προσέχουν που πατάνε και να γαντζώνονται από τους θάμνους για να μην κατρακυλήσουν προς τα πίσω. Άξαφνα άκουσαν μία δυνατή κραυγή. Τρομάξαν. Γύρισαν το κεφάλι τους και είδαν την Σόφη ξαπλωμένη πάνω στα αγκάθια. Έτρεξαν κοντά της.
Αλέξης που χτύπησες:
Σόφη: Το πόδι μου, μου φαίνεται πως το στραμπούληξα.
Ο Κλου με τον Αλέξη την σήκωσαν μαλακά και την ξάπλωσα λίγο πιο πέρα. Η Ράνια έβγαλε με προσοχή το
παπούτσι της αδερφής της.
Ράνια: Που πονάς;
Η Σόφη κλαίγοντας έδειξε τον αστράγαλό της και σε λίγα λεπτά το μέρος εκείνο άρχισε να πρήζεται. Η Σόφη δεν έκλαιγε πια.
Λίνα: Πονάς;
Σόφη: Όχι πολύ. Με καίει μονό και δεν μπορώ να το κουνήσω.
Ο Αλέξης έβγαλε το πουκάμισό του και της είπε ότι θα της κάνει έναν επίδεσμο. Έκοψε μία λωρίδα από το πουκάμισό του, την έβρεξε με νερό και την τύλιξε γερά στον αστράγαλο της Σόφης. Αφού το σκέφτηκαν λίγο ο Κλου πρότεινε:
Κλου: θα μπορούσατε να συνεχίσετε εσείς και εγώ να μείνω με τη Σόφη.
Θα σας περιμένουμε να γυρίσετε και στο μεταξύ ο πόνος θα έχει λιγοστέψει.
Τα παιδιά τους άφησαν ένα από τα πρώτα θερμός, λίγα φρούτα και ξανάρχισαν το ανέβασμα.
Οι γονείς και οι φίλοι τους είχαν χάσει τον ενθουσιασμό από τη θαλάσσια τους εκδρομή. Στο ψάρεμα στάθηκαν άτυχοι, ούτε ένα ψάρι. Δύο χταπόδια και αυτά μικρά. Στο νησί της Μονής, είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Κυριακή και όλοι είχαν κάνει την ίδια σκέψη, να ξεφύγουν από τις γεμάτες πλαζ του νησιού.
Γιάννης: Τι λέτε να κάνουμε;
Ζωή: Τι θα λέγατε να κολυμπήσουμε, να φάμε ένα ψαράκι και μετά να γυρίσουμε πίσω;
Όλοι συμφώνησαν. Όμως ψάρι δεν υπήρχε διότι μερικοί τουρίστες είχαν παραγγείλει εδώ και μέρες το φαγητό τους.
Βύρων: θέλετε να πάμε στο Αγκίστρι;
Κανείς δεν έχει κέφι.
Γιάννης: δεν γυρίζουμε καλύτερα στο Μούντι;
Θα κάνουμε μπάνιο και με τα παιδιά που είναι μόνα τους και θα φάμε ωραίο φαγητό, ο Σαράντης είναι περίφημος.
Όλοι δέχτηκαν την ιδέα του Γιάννη με τον
ενθουσιασμό. Γιατί όλοι ήθελαν να φύγουν. Γιάννης: Πάμε λοιπόν.
Ο Βύρων σε λίγα λεπτά έβαλε μπροστά τη μηχανή του γιοτ. Το Μούντι φάνηκε σύντομα. Οι μαύρες κουκίδες που γέμιζαν τη θάλασσα έγινε λίγο κεφάλια βρεγμένα. Από το γιοτ
όλοι προσπάθησαν να μαντέψουν ποια από αυτά τα κεφάλια ήταν των παιδιών τους. Βέρα: Που να ‘ναι τα παιδιά;
Ζωή: Δεν τα βλέπω κάπου.
Σάσω: Μπορεί να μην κατέβηκαν ακόμη. Οι δικές μου είναι κάτι τεμπέλες
Βέρα: Ίσως κάνουν μπάνιο στη θάλασσα του Καζαμία. Ο Άγγελος είναι πρωινός και θα τους έχει ξεσηκώσει.
Ζωή: Πάμε και εμείς να τους πούμε πως γυρίσαμε και ύστερα ερχόμαστε όλοι μαζί.
Στο σπίτι του Καζαμία δεν βρήκαν τα παιδιά και πήγαν να ψάξουν στο σπίτι των Καρυώτη. Τα παιδιά δεν ήταν ούτε και εκεί.
Βέρα: Ίσως να είναι στο δωμάτιο του Άγγελου. Πάω να δω.
Μετά από λίγο ήρθε η Βέρα και τους είπε:
Βέρα: Όχι, ο Άγγελος δεν είναι εδώ.
Ρώτησαν στην υποδοχή του ξενοδοχείου:
Γιάννης: Μήπως είδατε τα παιδιά να περνάν από δω;
Υπεύθυνος ξενοδοχείου: Όχι
Μετά πήγαν και ρώτησαν στο εστιατόριο και το αν
τους είδαν και τους είπαν πως ούτε εκείνοι τους είδαν.
Ζωή: Ας πάρουμε την Χωροφυλακή.
Βέρα: Όχι κάπου θα πήγαν. Δεν γίνεται να χάθηκαν.
Όλοι συμφώνησαν να περιμένουν λίγο. Όλοι τους ήταν νευρικοί. Κόντευε πια μεσημέρι. Ζωή: Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Πρέπει να κάνουμε κάτι.
Ίσως να έχει δίκιο, τα παιδιά αργούσαν πολύ. Προχώρησαν προς το ξενοδοχείο, φτάσανε στην είσοδο χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν.
Ζωή: Το καλύτερο θα ήταν να τηλεφωνήσουμε στη Χωροφυλακή.
Τα χέρια της έτρεμαν. Η Νικόλ πήγε κοντά της και προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Νικόλ: Κάπου θα
πήγαν, μην κάνεις έτσι.
Ο Βύρων είχε ανέβει πάνω στο δρόμο και την κοιτούσε αφηρημένος καθώς σκεφτόταν τι θα ήταν πιο φρόνιμο να κάνουν. Ξαφνικά τον άκουσαν να φωνάζει.
Βύρων: Να τους, έρχονται!
Όλοι έτρεξαν κοντά του. Από μακριά τα είδαν να έρχονται προς το Μούντι. Το θέαμα ήταν παράδοξο. Ο Κλου και ο Αλέξης είχαν κάνει τα μπράτσα τους σκαμνάκι και σήκωναν τη Σόφη που τους κρατούσε αγκαλιαστά. Ο Αλέξης γυμνόστηθος, το πόδι της Σόφης, δεμένο. Οι γονείς έφτασαν τα παιδιά και τα κοιτούσαν από την κορυφή ως τα νύχια ανήσυχοι αλλά πολύ αυστηροί.
Σάσω: Σόφη τι έπαθες;
Σόφη: Τίποτα, μαμά, απλά στραμπούλιξα λίγο το πόδι μου.
Βύρων: Πάρτε τα παιδιά και πάτε σπίτι εγώ θα κανονίσω με τον Αλέξανδρο να φροντίσουμε τη Σόφη.
Στο δρόμο κανείς δεν μιλούσε. Όταν ανέβηκαν τα παιδιά την ξύλινη σκάλα, σα να ήταν συνεννοημένα, έτρεξαν στην κουζίνα να πιούν νερό. Είχε στεγνώσει ο λαιμός τους και προτού ακούσουν την κατσάδα τους το μόνο που ήθελαν ήταν να πιούν νερό. Οι γονείς τους ήταν σίγουρα θυμωμένοι μαζί τους. Δεν είχανε βρει ούτε τις λίρες και η αποστολή τους είχε αποτύχει. Τριπλά: άνθρακες ο θησαυρός, ένα στραμπούληγμα και οι γονείς που, ποιος ξέρει για ποιο λόγο είχαν
γυρίσει τόσο νωρίς. Η Ζωή ήταν πιο θυμωμένη από όλους:
Ζωή: Που ήσασταν; Τι πάθατε;
Η Λίνα θέλησε να μιλήσει η πρώτη αλλά η μητέρα της δεν την άφησε.
Ζωή: Όχι εσύ, ο Αλέξης και ή ο Κλου θα μιλήσουν.
Τα αγόρια δίσταζαν. Τι να πρωτοπούν; Η Νικόλ κατάλαβε και Κοίταξε τον Αλέξη λέγοντας:
Νικόλ: Ο Χανς πάλι;
Αλέξης: Όχι ο Χανς, ο Χανς ΣΟΥ. Η κυρά-Μαρία ΜΑΣ πάλι και οι λίρες της.
Της απάντησε πειραγμένος. Ό,τι έκαναν ήταν για να βοηθήσουν μία φτωχή γυναίκα. Η πράξη τους είχε ευγενικά κίνητρα.
Ζωή: Μα δεν είχατε πει και υποσχεθεί πως αυτή η υπόθεση έληξε;
Κλου: Ναι Ζωή; έχεις δίκιο, το υποσχεθήκαμε γιατί θέλαμε να σας καθησυχάσουμε. Δεν νομίζω πως θα έπρεπε να είστε τόσο θυμωμένοι. Αν είχαμε βρει τις λίρες, θα χαιρόσασταν για εμάς;
Η Ζωή δίσταζε πριν απαντήσει. Ίσως να μην είχε τόσο άδικο το παιδί αλλά έπρεπε να είναι αυστηρή. Είχαν πει ψέματα. Εκείνο που με πειράζει, το ξέρεις καλά, Κλου, είναι το ψέμα.
Λίνα: Ναι, αλλά, αν σου λέγαμε την αλήθεια, θα μας άφηνες να πάμε στο Ελλάνιον όρος;
Μεγάλοι: Που πήγατε;
Εκείνη τη στιγμή ο Βύρων με τον Αλέξανδρο ανέβαζαν τη Σόφη
Αλέξανδρος: Δεν είναι τίποτε ελαφρό στραμπούληγμα ο Αλέξης έκανε εκείνο που έπρεπε.
Το χαμόγελο του πατέρα του Αλέξη έκανε τα παιδιά να νιώσουν ξαλαφρωμένα. Η Ράνια σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τη μητέρα της. Η Σάσω δεν είπε τίποτα σκεφτόταν και «εγώ που νόμιζα πως οι κόρες μου ήταν δεμένες τη φούστα μου». Ο Άγγελος ήταν ήρεμος σε μία γωνία, ήξερε πως οι γονείς του δεν θα του έλεγαν τίποτα. Ποτέ δεν τον μάλωναν. Οι φίλοι των Καρυώτη παρακολουθούσαν με πολύ ενδιαφέρον αυτή την ιστορία.
Βύρων: Λοιπόν μπορούμε να ακούσουμε την
περιπέτεια σας; Κάτι μας είπε η Σόφη. Ώστε άνθρακες ο θησαυρός
Η Ζωή, κι αυτή είχε ξεθυμώσει. Όλα τα παιδιά ήταν καλά.
Βύρων: Λοιπόν, θα μας μιλήσετε επιτέλους;
Η Ράνια άρχισε πρώτη να διηγείται. Τους είπε για τους συλλογισμούς που είχαν κάνει, πώς είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο θησαυρός του Χανς θα έπρεπε να βρίσκεται κρυμμένος στη δεξαμενή πάνω στο όρος, πώς κάνω σαν το σχέδιο, πώς ξεκίνησαν, πώς έφτασαν στην Παχιαράχη, πώς χτύπησε το πόδι της Σόφη και ύστερα το κουραστικό ανέβασμα μέχρι την κορυφή. Το βουνό δεν ήταν και τόσο ψηλό αλλά ο δρόμος ήταν
- Full access to our public library
- Save favorite books
- Interact with authors
Εργασία για το β' τετράμηνο στο μάθημα της Λογοτεχνίας.
Μάρτιος 2020

Κεφάλαια
Ο "Πορτοκαλής Ήλιος" - Στο σπίτι της κυρα-Μαρίας : Ευαγγελία Πέππα
Η Νικόλ προτείνει ένα σποπυδαίο σχέδιο - Τα παιδιά συνωμοτούν : Μαριλίτα Πουρσανίδη
Στον ναό της Αφαίας - Δεξαμενή : Βασιλική Μαρνέζου
Ο ''Πορτοκαλής Ήλιος''
Ο Κλου, ο Αλέξης, η μητέρα του Ζωή, η μικρή αδερφή του Αλέξη η Λίνα, ο Άγγελος και η μητέρα του Βέρα βρίσκονται στο καράβι που θα τους οδηγήσει στην μαγεμένη Αίγινα.Όσο ταξίδευαν ο Κλου και ο Αλέξης είχαν μια μικρή συζήτηση για το περασμένο τους καλοκαίρι στον Πόρο.
-Το περσινό καλοκαίρι δε θα ξαναγυρίσει ποτέ... ποτέ, έλεγε ο Αλέξης που του έλειπε ο Πόρος και οι φίλοι τους εκεί.
Μετά από λίγο συναντηθήκανε οι μητέρες των παιδιών και ανακαλύψανε ΄ότι ταξιδεύουν προς τον
ίδιο προορισμό, την Αιγινήτισσα. Ύστερα μόλις έφτασαν πήραν ένα ταξί και στη διαδρομή ο Άγγελος τους έλεγε ό,τι είχε διαβάσει σε βιβλία για την ιστορία της Αίγινας.
- < BEGINNING
- END >
-
DOWNLOAD
-
LIKE(3)
-
COMMENT()
-
SHARE
-
SAVE
-
BUY THIS BOOK
(from $12.99+) -
BUY THIS BOOK
(from $12.99+) - DOWNLOAD
- LIKE (3)
- COMMENT ()
- SHARE
- SAVE
- Report
-
BUY
-
LIKE(3)
-
COMMENT()
-
SHARE
- Excessive Violence
- Harassment
- Offensive Pictures
- Spelling & Grammar Errors
- Unfinished
- Other Problem
COMMENTS
Click 'X' to report any negative comments. Thanks!