
1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ -«Ξεκινώντας τη ζωή μου»
Έχει ξεκινήσει να σουρουπώνει. Πάνω στο πλοίο βρίσκεται καθισμένος ένας άνδρας γεμάτος θλίψη και πόνο για τα όσα έγιναν. Δεν ήταν και λίγα όσα βίωσε. Ακόμα στα μάτια του έχει εικόνες θανάτου και φρίκης. Τα δάκρυά του κυλούσαν στο πρόσωπό του σαν το αίμα που κυλούσε στα σώματα των ανδρών του. Ο χρόνος κυλούσε αργά γι’ αυτόν κι έκανε τις ενοχές του πιο βασανιστικές. Στο μυαλό του άρχισε η ζωή του να ξετυλίγεται σαν κουβάρι και κάθε κύμα που έσκαγε στο πλοίο του γεννούσε και μία ανάμνηση.
«Εγώ είμαι ο Εμμανουήλ Παπάς και γεννήθηκα το 1772 στο χωριό Δοβίστα Σερρών. Οι γονείς μου ήταν η Βασιλική και ο Δημήτριος και οι δύο από αριστοκρατικές οικογένειες. Ο πατέρας μου χειροτονήθηκε ιερέας, γιατί αγαπούσε πολύ τη θρησκεία μας κι επειδή οι συγχωριανοί του τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα έγινε οικονόμος. Έτσι προέκυψε το όνομα Παπάς. Μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια με αγάπη και ηρεμία έγινα συνετός και λογικός. Στις συγκεντρώσεις με άλλους ανθρώπους έπαιρνα το λόγο τελευταίος και υποστήριζα την ορθή λογική.
Πατρική οικία του Εμμανουήλ Παπά στη Δοβίστα Σερρών ή αλλιώς Εμμανουήλ Παπάς, όπως λέγεται σήμερα.
Τα πρώτα μου γράμματα τα έμαθα στο σχολείο του χωριού μου. Ο πατέρας μου με έστειλε στο Ελληνικό Σχολείο των Σερρών, που λειτουργούσε στην πόλη από το 1735. Επέστρεψα στη Δοβίστα και σε ηλικία 20 ετών παντρεύτηκα τη Φαίδρα, κόρη αρχοντικής οικογένειας κι απέκτησα έντεκα παιδιά, οκτώ αγόρια και τρία κορίτσια. Αργότερα έχασα τον αγαπημένο μου πατέρα και ασχολήθηκα με τα άλλα μου αδέλφια με τις οικογενειακές επιχειρήσεις που μας άφησε. Όμως δεν ξεχάσαμε τη μεγάλη του επιθυμία, να χτίσουμε ναό στη Δοβίστα. Έτσι κάθε νύχτα κουβαλούσαμε με τα χέρια μας πέτρες και λάσπη για να βοηθήσουμε τους κτίστες. Όταν τύχαιναν φανατικοί Τούρκοι, που ήθελαν να μας εμποδίσουν τους έδινα κρυφά χρήματα για να σταματήσει η λύσσα τους.
Αργότερα έγινα έμπορος και τραπεζίτης. Έκανα μεγάλη προκοπή. Ίδρυσα καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και στη Βιέννη, έτσι απέκτησα μία τρανή περιουσία. Όμως ο μεγάλος μου πόθος ήταν να δω ελεύθερη την πατρίδα μου με σύνορα δικά της και ανθρώπους απροσκύνητους να μιλάνε τη γλώσσα τους και να λατρεύουν το Θεό που αγαπούσαν και πίστευαν.
Στα χέρια μου είχα ένα μεγάλο όπλο, τον πλούτο. Μπορούσα να επηρεάζω τους ανθρώπους που διοικούσαν, όπως τον Ισμαήλ Μπέη. Ήμουν πολύ δραστήριος. Τιμήθηκα με το τιμητικό αξίωμα του επιτρόπου του Μητροπολιτικού Ναού των Αγίων Θεοδώρων. Προσπάθησα να επισκευάσω και να χτίσω εκκλησίες με δικά μου χρήματα. Αλλά και ιδρύματα για τον ανήμπορο σκλαβωμένο κόσμο έφτιαξα. Το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν όταν πείστηκε ο Σουλτάνος να δικάζει τις διαφορές της πόλης των Σερρών ο Μητροπολίτης κι όχι ο Τούρκος καδής. Ακόμη και εμποροδικείο φτιάχτηκε για να λύνει τις διαφορές στα οικονομικά, που πάλι προέδρευε ο Μητροπολίτης μας.
Οι Τούρκοι πάντα έπαιρναν με το μέρος τους όσους Έλληνες είχαν τέτοια δύναμη. Έτσι ένα μεγάλο κομμάτι της περιουσίας μου το δάνεισα στον Ισμαήλ Μπέη, τον άρχοντα των Σερρών. Γι΄ αυτό τα πήγαινε καλά μαζί μου. Αλλά δυστυχώς ποτέ δεν μου επέστρεφε τα δανεικά που του έδινα. Μα εγώ δεν ξεσηκωνόμουν για να έχω ήσυχο το κεφάλι μου. Όταν πια τα χρέη περίσσεψαν, ο γιος του Ισμαήλ, ο Γιουσούφ Μπέης αρνήθηκε να εξοφλήσει τα χρωστούμενα κι εξοργισμένος έκαψε το σπίτι μου και απείλησε τη ζωή μου και την ίδια μου οικογένειά. Έτσι ζήτησα βοήθεια από τον μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθο για να παραμείνουμε όλοι ασφαλείς στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί έκανα ένα αποφασιστικό βήμα. Το 1819 έγινα μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Με μύησε ο Κωνσταντίνος Παπαδάτος. Από τότε θέλησα να υπηρετώ πιστά την πατρίδα μου και ήμουν έτοιμος να δώσω και τη ζωή μου γι΄ αυτήν.»
2 ΚΕΦΑΛΑΙΟ - «Ο Αγώνας ξεκινά»
Ο αγωνιστής σταμάτησε για λίγο τον εσωτερικό διάλογο. Η όψη του ήταν ζαρωμένη από τις ρυτίδες που τελευταία απέκτησε. Η ζωή του η πολυτάραχη τον σημάδεψε για πάντα. Άρχισε πάλι ο νους του να αναθιβάνει τα περασμένα.
«Μήνες αργότερα τον Οκτώβριο του 1820 έλαβα επιστολή από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που με καλούσε να συμμετάσχω στην επανάσταση.
Στις 23 Μαρτίου του 1821 ξεκίνησα με τον υπασπιστή μου Χατζηπέτρου Δημητρίου Οικονόμου και τον μεγαλύτερο μου γιο Ιωάννη για το Άγιο Όρος. Ναύλωσα το πλοίο ενός Λήμνιου καπετάνιου του Χατζηβισβίζη, που κι αυτός ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας, χωρίς να πάρουν είδηση οι Τούρκοι. Εκεί αποβιβάστηκα στη Μονή Εσφιγμένου όπου με υποδέχτηκε ο ηγούμενός της Ευθύμιος, μέλος και αυτός της Φιλικής Εταιρείας.
Εκείνη την περίοδο στον καζά της Θεσσαλονίκης υπήρχαν οι ναχιγιέδες, του Μικρού και του Μεγάλου Βαρδάρη, των Γενιτσών και του Λαγκαδά, του Μπογντάν, του Παζαργκιάχ και της Καλαμαριάς.Όμως εγώ επέλεξα το Άγιο Όρος. Υπήρχαν πολλοί λόγοι που επέλεξα αυτό τον τόπο. Εκεί υπήρχαν κειμήλια και χειρόγραφα σπάνια για τον Ελληνισμό. Τα 20 μοναστήρια και οι 10.000 μοναχοί έκαναν την ψυχή του έθνους να κρατιέται ζωντανή. Το ξανθό γένος και οι άρχοντες της Μολδοβλαχίας έδιναν χρήματα στο Άγιο όρος. Όμως μες στο Άγιο Όρος υπήρχε κι ο μποσταντζήμπασης που πίεζε τους ηγούμενους να πληρώνουν αβάστακτους φόρους. Κι όταν αυτό δεν ήταν μπορετό, τότε οι Τούρκοι τους έπαιρναν τα μετόχια που τους είχαν αφήσει με χρυσόβουλα οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες.
Προχωρούσα με προσεκτικά βήματα. Προετοιμάστηκα ολάκερο τον Απρίλη για να φτιάξω πολεμοφόδια και φυσίγγια που έφτιαχναν οι μοναχοί χωρίς να καταλάβουν τίποτα τα δύο σώματα σερντάρηδων που βρίσκονταν μες στο Άγιο Όρος. Ήξερα ότι η επανάσταση στη Μακεδονία δεν ήταν εύκολο να συμβεί, γιατί ήταν πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη μα και πολύ κοντά σε εχθρικές για εμάς τους Ρωμιούς περιοχές.
Τότε πρόσφερα στη Μονή Εσφιγμένου 3.600 γρόσια και στο κάλεσμα του ηγούμενου Ευθύμιου ανταποκρίθηκαν όλες οι μονές με ενθουσιασμό. Έτσι οι ηγούμενοι Βατοπεδίου Θεόφιλος, Χιλανδαρίου Ησαΐας, Κουτλουμουσίου Γρηγόριος και Μεγίστης Λαύρας Ναθαναήλ πρόσφεραν 1.250 γρόσσια για το ξεκίνημά μου.Ακόμη έστειλα γράμματα σε όλους τους οπλαρχηγούς της Χαλκιδικής και των Σερρών για να ξεσηκωθούν και να στηρίξουν τον Αγώνα. Tότε ανταποκρίθηκαν ο Αθανάσιος Σαραφιανός από την Κασσάνδρα, ο Αναστάσης ο Χιμευτός από τα Παζαράκια και ο Άγγελος Συκιώτης μαζί με τον αδερφό του Αθανάσιο από τη Συκιά.
Στον καζά της Θεσσαλονίκης διοικητής ήταν ο Γιουσούφ Μπέης. Πονηρός καθώς ήταν κατάλαβε ότι κάτι ύποπτο συνέβαινε και διέταξε τους πρόκριτους της Μακεδονίας να παρουσιαστούν μπροστά του για να τους κρατήσει ομήρους. Αλλά εκείνοι έστειλαν άλλα πρόσωπα στη θέση τους κι ο Γιουσούφ λύσσαξε από την οργή του. Τότε φυλάκισε αυτούς που είχαν έρθει κι έστειλε τσανταρμάδες στην Ιερισσό και σερντάρηδες στο Άγιο Όρος. Και διέταξε τον Τσιρίμπαση Αγά, τον διοικητή της Παζαρούδας και τον Χασάν Αγά, τον διοικητή των Χασικοχωρίων να επιτεθούν στον Πολύγυρο.Μα οι Ρωμιοί του Πολυγύρου δεν έκατσαν με σταυρωμένα χέρια. Μόλις ξεκίνησαν οι άνδρες του Γιουσούφ τις απειλές και τους σκοτωμούς, επιτέθηκαν και τότε έπεσε νεκρός ο Παπαγεωργάκης. Οι Τούρκοι υποχώρησαν και στην Παζαρούδα και στα Χασικοχώρια και στις 16 Μαΐου ο Πολύγυρος είχε ξεκινήσει την επανάσταση.
Αμέσως χωρίς δισταγμό οι ηγούμενοι συγκάλεσαν σύνοδο για να κηρύξουν την επανάσταση. Κατευθείαν συνέλαβαν τον ζαμπίτη διοικητή του Αγίου όρους Χασεκή Χαλίλ Μπέη και σε μία τελετή που έγινε στο Πρωτάτο των Καρυών στις 23 Μαΐου 1821 με τον μητροπολίτη Μαρώνειας Κωνστάντιο ανακηρύχθηκα αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας. Μάλιστα αφού ευλόγησαν και τον Αγώνα άλλαξαν ακόμη και τη σφραγίδα του Αγίου Όρους.
Ο Γιουσούφ πήρε τα μαντάτα από τον Πολύγυρο. Κανείς δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Σούβλισε τους ομήρους ενώ τον μητροπολίτη Κίτρους Ιωσήφ και τους πρόκριτους Χριστόδουλο Μπαλάνο και Αναστάσιο Κυδωνιάτη τους πήρε το κεφάλι. Μα δεν τελείωσε εκεί η οργή του. Δυο χιλιάδες λαός της Θεσσαλονίκης κρατήθηκε στην αυλή του μητροπολιτικού ναού και η πόλη παραδόθηκε στη λεηλασία.»
3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ - «Η Χαλκιδική ξεκινάει την επανάσταση»
Η ώρα περνούσε και πια είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Όμως ο αγωνιστής δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τα βλέφαρά του δεν σφάλιζαν γιατί οι εικόνες από το παρελθόν του προκαλούσαν συνέχεια σκέψεις. Σκέψεις ανομολόγητες, που σαν πυρωμένο σίδερο του έκαιγαν τα σωθικά. Θυμήθηκε εκείνη την πρώτη στιγμή του Αγώνα…
«Πρώτος στόχος μου ήταν η Ιερισσός. Βγήκα από το Άγιο όρος με δυο χιλιάδες μοναχούς. Την 1η Ιουνίου οι κάτοικοι της Ιερισσού ενώθηκαν με εμάς για να διώξουμε τους Τούρκους. Η μάχη ήταν πετυχημένη. Την ίδια στιγμή μπήκαν στον ξεσηκωμό η Κασσάνδρα, ο Λόγγος και τα Χασικοχώρια. Πώς να ξεχάσω τους Κασσαντρινούς λεβέντες, τον Γιαννιό τον Χατζηχριστοδούλου, τον Αναγνώστη Γεωργίου, τον Δημήτρη Ιωάννου, τον καπετάν Μανόλη Ιωάννου, τον καπετάν Γιώργη Καμπούρη και τον καπετάν Γιάννη Γεωργίου! Όλοι αληθινά παλικάρια κι έτοιμοι να πεθάνουν για τα χώματά τους!
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την επιστολή που έστειλαν στους πατέρες του Αγίου Όρους στις 29 Μαΐου 1821, που έλεγε:
«…Εμείς στη χερσονήσο της Κασσάνδρας σηκώσαμε τα άρματα κατά του τυράννου μας. Την πέμπτη μέρα σήμερα επαναστάτησαν και τα αντίκρυ χωριά, Παρθενώνας, Ορμύλια και Νικήτη. Ετοιμασθείτε λοιπόν στρατιώτες του επουρανίου Χριστού και οπλίστε όλους τους δικούς σας κατά του τυράννου. Η πανοσιότητά σας να φτάσει με τους αγωνιστές στα Μαντεμοχώρια και εμείς από τη μεριά μας θα πάμε στους μαχαλάδες(Καλαμαριά) για να ορμήσουμε κατά της Θεσσαλονίκης. Μην αμελήσετε Άγιοι Πατέρες αλλά οπλιστείτε για να επιταχύνουμε τον αφανισμό του ασεβούς τυράννου. Έτσι θα σωθεί η αγάπη του Γένους μας και η πίστη μας.»
Τότε τον Αγώνα στήριξε ένας μεγάλος πατριώτης ο Καπετάν Στάμος Χάψας από την Κύψα της Κασσάνδρας. Αυτός κινήθηκε δυτικά. Έφτασε δυο ώρες έξω από τη Θεσσαλονίκη αφού νίκησε τον Αγκούς αγά. Οι Τούρκοι έτρεξαν να σωθούν στα τείχη της πόλης κι έβλεπαν τα χωριά τους να καπνίζουν.
Εγώ απ΄' τη μεριά μου πήγα βορειοανατολικά. Κίνησα για τα Μαντεμοχώρια, δώδεκα χωριά που ήταν δίπλα σε μεταλλεία αργύρου. Οι κάτοικοί τους απολάμβαναν προνόμια από τον Σουλτάνο αλλά τα θυσίασαν όλα για να βοηθήσουν την πατρίδα τους. Τάχθηκαν με το μέρος μου. Έτσι προχώρησα στα στενά της Ρεντίνας, για να σταματήσω τις ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη.
Όμως η επανάσταση κλονίστηκε γιατί δεν είχαμε εφόδια κι ό,τι είχαμε φτιάξει στο όρος άρχισε να σώνεται. Τότε έστειλα επιστολή στον Δημήτριο Υψηλάντη για να ζητήσω εφόδια και πλοία. Μα και στους αρματολούς του Ολύμπου έστειλα γράμμα. Ήταν παλιοί και καλοί αγωνιστές εκείνοι και ήξεραν από αρματολίκι. Μόνο ο Διαμαντής Νικολάου μου ΄ταξε να στείλει άνδρες. Αλλά και οι αντίπαλοι δεν έκατσαν με σταυρωμένα χέρια. Ο Γιουσούφ ζήτησε βοήθεια από τον Μπαϊράμ πασά, που κατέβαινε από την ανατολική Θράκη και την Καλλίπολη για να βοηθήσει να πνιγεί η επανάσταση στη νότια Ελλάδα. Έτσι έστερξε για βοήθεια του Γιουσούφ.»
4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ- «Η επανάσταση φουντώνει»
Το πλοίο συνέχιζε την πορεία του κι όπως τα κύματα αναδιπλώνονταν ο αγωνιστής θυμήθηκε τη δικιά του αναδίπλωση στα στενά της Ρεντίνας. Θυμός τον κυρίευσε και λύπη ατελείωτη έσφιξε την ψυχή του. Η όψη του ζάρωσε και οι θύμησες ξεχείλισαν τη μνήμη του.«Στα στενά της Ρεντίνας ο Μπαϊράμ Πασάς με χτύπησε κι αναγκάστηκα να οπισθοχωρήσω. Μέσα απ΄ τα βουνά πέρασα στον Πολύγυρο ενώ οι Τούρκοι τσάκισαν την οπισθοφυλακή μου. Ο Μπαϊράμ πασάς πήγε στη Θεσσαλονίκη και κήρυξε γενική επιστράτευση. Μάζεψε 30.000 πεζούς και 5.000 ιππείς. Μαζί του τάχθηκαν και πολλοί Εβραίοι, απ΄αυτούς που κατοικούσαν στην πόλη.
Μα και ο Καπετάν – Χάψας δεν κατάφερε να πετύχει το στόχο του. Στην είδηση ότι έρχεται ο Μπαϊράμ πασάς προσπάθησε να αδειάσει τα Βασιλικά από τα γυναικόπαιδα γιατί αλλιώς θα σφάζονταν από το μαχαίρι του εχθρού ή θα πουλιόνταν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Δυστυχώς δεν ήθελε ο Θεός να γίνει έτσι. Τον Χάψα πρόλαβε ο Αχμέτ μπέης των Γενιτσών και έκαψε ολάκερο το χωριό χωρίς οίκτο και λύπηση για τις ανθρώπινες ζωές. Σώθηκαν μόνο τρία σπίτια. Ο Χάψας μαζί με διακόσια παλικάρια ίσα που πρόλαβε κι έφτιαξε μια γραμμή άμυνας στο βουνό Βουζιάρη έξω απ΄τα Βασιλικά. Όμως έπεσε κι αυτός κι οι άνδρες του, τα Σκιωτούδια, απ΄τις ορδές του Μπαϊράμ πασά αφήνοντας το γιο του τον Χρυσάφη ορφανό. Κανείς δεν γλίτωσε! Όλοι τους απλοί άνθρωποι, του μεροκάματου και του μόχθου αλλά με καρδιά περήφανη και γενναία. Δεν έφυγαν μόνοι τους από αυτή τη γη. Έστειλαν στον άλλο κόσμο κι εκατοντάδες Τουρκαλάδες. Όσοι Ρωμιοί πρόλαβαν να σωθούν, έτρεξαν στον Πολύγυρο και στην Κασσάνδρα.
Σαράντα δυο χωριά έκαψε στο διάβα του ο αδίστακτος Μπαϊράμ πασάς. Μέσα σ΄ αυτά η Γαλάτιστα κι ο Πολύγυρος. Εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά πουλήθηκαν στα χαρέμια της Ανατολής. Παναγιά μου! Τι κακό ήταν αυτό! Γυναίκες με παιδιά, που μπόρεσαν να σωθούν, γέροι και νέοι που γλίτωσαν το κεφάλι τους έφτιαξαν ένα ποτάμι ανθρώπινο που κύλησε ως τα πόδια της Χαλκιδικής, την Κασσάνδρα, το Λόγγο και το Άγιο Όρος. Εκεί ο τόπος τους έδινε φυσική προστασία. Κύματα από απελπισμένους πρόσφυγες έφτασαν στις άκρες αυτής της γης. Περίπου δυο χιλιάδες εφτακόσιοι ένοπλοι άνδρες ήταν έτοιμοι να τους υπερασπιστούν και ξάφνου η καρδιά του αγώνα ήταν η Κασσάνδρα, που έπρεπε να δώσει αίμα στην επανάσταση και σφυγμό. Μικρή πνοή έδωσαν οι τετρακόσιοι άνδρες του Μήτρου Λιάκου και του Κωνσταντίνου Μπίνου σταλμένοι από τον Διαμαντή Νικολάου, τον αρματολό του Ολύμπου με δικά μου έξοδα. Αυτός με επιστολή του κατηγόρησε τους αρχηγούς του Ολύμπου Γούλα, Μάντζαρη και Τάσο ότι δεν είχαν την ίδια διάθεση με αυτόν. Αλλά εγώ δεν αδικώ κανένα. Την ίδια στιγμή και η άλλη μεριά της Μακεδονίας επαναστάτησε. Πώς να βοηθηθούμε οι αγωνιστές; Πόσες δυνάμεις υπήρχαν; Λίγες κι αυτές πονεμένες.
Αλλά κι από τη θάλασσα οι Τούρκοι δεν μας άφησαν να ησυχάσουμε. Έστειλαν δύο καταδρομικά. Όμως τα Ψαριανά πλοία τα απέκρουσαν. Το ένα πλοίο εξόκειλε στη Συκιά. Οι Ψαριανοί πήραν τα πυροβόλα κανόνια του και το έκαψαν. Το ίδιο έπαθε και το δεύτερο πλοίο που εξόκειλε στις ακτές του Αγίου Όρους. Κάηκε κι αυτό.
Στο μεταξύ ο Γιαννιός Χατζηχριστοδούλου μάζεψε τετρακόσια παλικάρια, που κήρυξαν αρχηγό τους τον Κώστα Καρατάσιο από τα Παζαράκια και για καπετάνιο τους τον Αθανάσιο Κάψα από τα Παζαράκια επίσης. Ορκίστηκαν από τον Παπαστρατή από τον Άγιο Μάμα «εις το όνομα της Αγίας Τριάδος ώστε να θυσιάσουν το παν μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός τους για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Κατόπιν ο Μιχαλάκης από το Πολύχρονο τους ορμήνεψε να σκάψουν, με σκαπάνες και φτυάρια, το στενό μέρος της στεριάς που χώριζε τις δύο θάλασσες, Θερμαϊκό και Τορωναίο Κόλπο για να ενωθούν. Εγώ κι ο Μεγάλος Γιαννιός είχαμε τη γενική εποπτεία του αγώνα. Το στρατηγείο μας ήταν στον Βυζαντινό Πύργο του Αγίου Παύλου.
Εγώ οχυρώθηκα τελικά στις Πόρτες ενώ στην απέναντι ακτή ο Γιουσούφ Μπέης είχε μαζέψει οκτώ χιλιάδες άνδρες. Και τότε έκανε την αποκοτιά να μπει μες στο κανάλι. Αλλά καθώς κατευθύνονταν στο χωριό Πίνακα, τότε ο Διαμαντής Νικολάου έκανε έναν έξυπνο ελιγμό και τον έκλεισε στα νώτα του ενώ ταυτόχρονα και άλλοι άνδρες του έφραξαν την έξοδο. Αυτή η τακτική του έφερε πανικό και άτακτη φυγή. Χάθηκαν πεντακόσιοι Τούρκοι κι άφησαν πίσω τους επτά σημαίες και μπόλικα κιβώτια με πυρομαχικά. Τότες ήρθαν κι έντεκα ψαριανά πλοία που άφησαν πολεμοφόδια. Η καρδιά μας ανατράνισε αλλά εγώ δεν έκανα όνειρα.Ο Αχμέτ Μπέης είχε στρατοπεδεύσει στο Μυριόφυτο. Η πρώτη του επίθεση έγινε στις 26 Ιουνίου. Κατορθώσαμε να τον αποκρούσουμε. Έτσι έγραψα επιστολή στους Αγιορείτες για να τους πω τα συμβάντα. Στις 5 Ιουλίου δεχτήκαμε νέα επίθεση κι εγώ μήνυσα ξανά στο Άγιο Όρος να μου στείλουν 100 οκάδες μπαρούτι και τους έταξα να τους πέμψω σιτάρι. Μάλιστα τους ζήτησα να βγάλουν το μολύβι από τις σκεπές των εκκλησιών γιατί είναι άγιος ο σκοπός. Τελικά μου έδωσαν μόνο 10 οκάδες. Έστειλα κι άλλες επιστολές. Άλλοτε ζητούσα χαρτί και μολύβι κι άλλοτε πυροβολητές, γιατί είχα κανόνια.
Στις 26 του Ιούλη ανέβηκα στο Άγιο Όρος μαζί με 60 άνδρες γιατί υπήρχαν προβλήματα με το «Διευθυντήριο», δηλαδή με το συμβούλιο από τους επτά μοναχούς που συντόνιζαν τον Αγώνα. Δεν ήταν όμως μόνο αυτός ο λόγος. Είχε φτάσει στ΄ αυτιά μου η είδηση ότι οι Τούρκοι πλεύριζαν τους μοναχούς στέλνοντας δικό τους απεσταλμένο για να υποκύψουν, να παρατήσουν τον Αγώνα και να γυρίσουν στην παλιά τους ζωή. Οι μοναχοί οργίστηκαν και διόρισαν αρχηγό του Αγώνα τον οπλαρχηγό Ρήγα Μάνθο, που μου μίλησε υβριστικά. Εγώ θύμωσα και διέταξα την εκτέλεσή του. Στη θέση του διόρισα τον μοναχό Νικηφόρο Ιβηρίτη. Παρά τις αντιρρήσεις των μοναχών τελικά μόνο η Μονή Εσφιγμένου μου έστειλε 1300 οκάδες μολύβι.»
5ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ - «Η επανάσταση ξεψυχάει»
Έχει νυχτώσει για τα καλά. Το φεγγάρι φωτίζει τη θάλασσα αλλά το μυαλό του αγωνιστή έχει βαρύνει από τα περασμένα. Δάκρυα ζεστά αυλάκωναν το πρόσωπό του, που σκυφτό και σκυθρωπό από την αρχή του ταξιδιού δεν έλεγε να χαμογελάσει.
«Στις 18 Αυγούστου επέστρεψα στην Κασσάνδρα. Αποβιβάστηκα στον Άγιο Μάμα με 700 άνδρες. Σκοτώσαμε πάνω από 300 Τούρκους αλλά η κατάσταση στην περιοχή ήταν γεμάτη απελπισία.Καθημερινά τα γυναικόπαιδα και οι πολεμιστές βασανίζονταν από περίσσιες επιδημίες, που σκότωναν τους αβοήθητους και ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Η πείνα κυριαρχούσε και θέριζε τα κορμιά των αγωνιστών και των απλών ανθρώπων της Χαλκιδικής. Τότε χαρακτηριστικά έγραψα στον Δημήτριο Υψηλάντη για την αγανάκτησή μας από τις ελλείψεις και ξεκίνησα καινούριες προσπάθειες για να φέρω βοήθεια. Ο Διαμαντής Νικολάου επέστρεψε στον Όλυμπο για να συνεννοηθεί με τους οπλαρχηγούς εκεί.
Αυτοί μου έστειλαν στην Κασσάνδρα ως εκπροσώπους τον Κωνσταντίνο Νικολάου, τον αδερφό του Διαμαντή και τον Νικόλαο Κασομούλη, που μου ζήτησαν συστατικές επιστολές για να πάνε στην Πελοπόννησο. Εγώ τους τις έδωσα μαζί με προσωπικές μου επιστολές για τον Δημήτριο Υψηλάντη και τους προύχοντες της Ύδρας και των Σπετσών. Ο Κασομούλης πριν φύγει είδε τις οχυρώσεις και αντιλήφθηκε το χαμηλό ηθικό των πολεμιστών της Κασσάνδρας. Πέρασε ο καιρός κι έφτασε ο Σεπτέμβρης του 1821. Τότε δέχτηκα βαρύ χτύπημα γιατί το σώμα του Μήτρου Λιάκου με εγκατέλειψε αν και από τη θάλασσα φάνηκαν να αριβάρουν 21 ψαριανά πλοία. Και πάλι γεννήθηκε μέσα μου η ελπίδα ότι κι ο Όλυμπος θα βοηθούσε.Τότε αποφάσισα να κάνω ένα τέχνασμα και να στείλω εξακόσιους άνδρες στα νώτα των Τούρκων με απόβαση. Αλλά προδόθηκα από έναν προεστό κάποιου χωριού κι έναν Κασσανδρινό οπλαρχηγό, που τη νύχτα συναντήθηκαν κρυφά με τους Οθωμανούς. Οι Τούρκοι έκοψαν τα κεφάλια των μαχητών και τα έστειλαν στη Θεσσαλονίκη σαν τρόπαιο. Φρίκη και απελπισία!
- Full access to our public library
- Save favorite books
- Interact with authors

1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ -«Ξεκινώντας τη ζωή μου»
Έχει ξεκινήσει να σουρουπώνει. Πάνω στο πλοίο βρίσκεται καθισμένος ένας άνδρας γεμάτος θλίψη και πόνο για τα όσα έγιναν. Δεν ήταν και λίγα όσα βίωσε. Ακόμα στα μάτια του έχει εικόνες θανάτου και φρίκης. Τα δάκρυά του κυλούσαν στο πρόσωπό του σαν το αίμα που κυλούσε στα σώματα των ανδρών του. Ο χρόνος κυλούσε αργά γι’ αυτόν κι έκανε τις ενοχές του πιο βασανιστικές. Στο μυαλό του άρχισε η ζωή του να ξετυλίγεται σαν κουβάρι και κάθε κύμα που έσκαγε στο πλοίο του γεννούσε και μία ανάμνηση.
«Εγώ είμαι ο Εμμανουήλ Παπάς και γεννήθηκα το 1772 στο χωριό Δοβίστα Σερρών. Οι γονείς μου ήταν η Βασιλική και ο Δημήτριος και οι δύο από αριστοκρατικές οικογένειες. Ο πατέρας μου χειροτονήθηκε ιερέας, γιατί αγαπούσε πολύ τη θρησκεία μας κι επειδή οι συγχωριανοί του τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα έγινε οικονόμος. Έτσι προέκυψε το όνομα Παπάς. Μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια με αγάπη και ηρεμία έγινα συνετός και λογικός. Στις συγκεντρώσεις με άλλους ανθρώπους έπαιρνα το λόγο τελευταίος και υποστήριζα την ορθή λογική.
Πατρική οικία του Εμμανουήλ Παπά στη Δοβίστα Σερρών ή αλλιώς Εμμανουήλ Παπάς, όπως λέγεται σήμερα.
- < BEGINNING
- END >
-
DOWNLOAD
-
LIKE
-
COMMENT()
-
SHARE
-
SAVE
-
BUY THIS BOOK
(from $8.99+) -
BUY THIS BOOK
(from $8.99+) - DOWNLOAD
- LIKE
- COMMENT ()
- SHARE
- SAVE
- Report
-
BUY
-
LIKE
-
COMMENT()
-
SHARE
- Excessive Violence
- Harassment
- Offensive Pictures
- Spelling & Grammar Errors
- Unfinished
- Other Problem
COMMENTS
Click 'X' to report any negative comments. Thanks!