Μια ιστορία για τα βιβλία, για τη διαφορετικότητα,
για τη φιλία

Στη μικρή πολιτεία οι κάτοικοι αγαπούσαν πολύ το διάβασμα. Είχαν φροντίσει λοιπόν να έχουν στην πόλη τους μια μεγάλη δανειστική βιβλιοθήκη.

Ο κύριος Νεκτάριος, ένας ψηλόλιγνος νεαρός βιβλιοθηκονόμος, ήταν από τους πρώτους που συμμετείχαν στην προσπάθεια που ξεκίνησε πριν από λίγα χρόνια. Κάθε πρωί, από την πρώτη μέρα που άνοιξε τις πόρτες του το παλιό κτίριο στο κέντρο της πόλης, απέναντι από το Πάρκο του Ήλιου, ο κύριος Νεκτάριος
βρισκόταν εκεί. Με το ποδήλατό του,
φορώντας το κράνος και
τα μποτάκια του, έφτανε
στον μικρό του παράδεισο,
όπως τον έλεγε. Εκείνος ήταν
που ανέλαβε τον εμπλουτισμό
της βιβλιοθήκης

Δειλά δειλά στην αρχή έστελνε επιστολές και μέιλ σε όλο τον κόσμο, όπου υπήρχαν φίλοι και γνωστοί, και ζητούσε βιβλία. Και κάθε φορά που η Δήμαρχος του ανακοίνωνε πως είχε καταφέρει να εγγράψει ένα ποσό στον προϋπολογισμό του Δήμου ο κύριος Νεκτάριος άνοιγε
τους καταλόγους και διάλεγε
τα βιβλία που ήθελε
να παραγγείλει.
Πρώτη του επιλογή πάντα
τα βιβλία που απευθύνονταν
σε παιδιά. Εκείνα ήθελε
να γίνουν οι πιο συχνοί
επισκέπτες της βιβλιοθήκης.

Πολύ σύντομα με το χαμόγελό του, με τις ιστορίες που έλεγε, με την αγάπη και την τρυφερότητα που έπαιρνε στα χέρια του ένα βιβλίο από τα ράφια για να το δώσει στον υποψήφιο αναγνώστη, έκανε τη βιβλιοθήκη της μικρής πολιτείας αγαπημένο σημείο συνάντησης.

Όποτε κι αν διάβαινε κάποιος το κατώφλι της δημοτικής βιβλιοθήκης, έβλεπε τον κύριο Νεκτάριο σκυμμένο πάνω από ένα βιβλίο.
-Τι καλά που έκανες και πέρασες! Έχω να σου προτείνω πολύ ωραία πράγματα, έλεγε και σηκωνόταν από τη θέση του.
Αμέσως περνούσε το χέρι του γύρω από τους ώμους του επισκέπτη του και τον οδηγούσε μπροστά στα ράφια. Καθώς γνώριζε τον καθένα μπορούσε να του προτείνει το βιβλίο που θα του ταίριαζε. Άφηνε τον επισκέπτη του να ξεφυλλίσει με την ησυχία του τα βιβλία και του έδινε σύντομες πληροφορίες για το περιεχόμενο και το συγγραφέα. Δε δίσταζε να προτείνει και καινούρια πράγματα στους αναγνώστες, διαφορετικά από τις συνηθισμένες επιλογές τους. Ήθελε να ανοίγει καινούριους δρόμους και να τους συστήνει νέους κόσμους μέσα από τις σελίδες των βιβλίων.

Είχε όμως και μια εμμονή ο κύριος Νεκτάριος. Δεν ήθελε να αλλάζουν θέση στα βιβλία ούτε να τα αφήνουν πάνω στο τραπέζι ή σε άλλα ράφια. Έλεγε πως τα βιβλία κρυώνουν και αποπροσανατολίζονται, όταν μένουν μακριά από τη θέση τους. Έτσι πάντα η βιβλιοθήκη
της μικρής Πολιτείας
ήταν τακτοποιημένη
και περιποιημένη.

Για την καθαριότητα φρόντιζε ο ηλικιωμένος κύριος Γεώργη. Καθώς δεν ήξερε να διαβάζει θαύμαζε τον κύριο Νεκτάριο και όλους όσους ερχόντουσαν καθημερινά στη βιβλιοθήκη. Αγαπούσε τα βιβλία και τα φρόντιζε κι ας μην καταλάβαινε τίποτε από όσα ήταν γραμμένα μέσα σ’ αυτά. Μόνο τα εξώφυλλα με τις εικόνες χάζευε και έστηνε αυτί, όταν ο κύριος Νεκτάριος ξεφύλλιζε κάποια από αυτά και διάβαζε ή σχολίαζε το περιεχόμενό του σε κάποιον υποψήφιο αναγνώστη. Τότε μαγευόταν και ταξίδευε με τα μάτια κλειστά στο μαγικό κόσμο του βιβλίου. Πόσο θα ήθελε να μπορούσε να πάρει κι εκείνος ένα βιβλίο στα χέρια του και να μη μείνει μόνο στις εικόνες και στις ζωγραφιές αλλά να διαβάσει όλη την ιστορία, να μάθει κι εκείνος το τέλος του παραμυθιού! Γιατί όλα για την κύριο Γεώργη ήταν παραμύθια, παραμύθια μαγικά. Ήξερε όμως και το χούι του προϊσταμένου του και πάσχιζε να είναι όλα στη θέση τους.

Έτσι κι εκείνο το απόγευμα ο κύριος Νεκτάριος αφού κοίταξε το ρολόι στον υπολογιστή του, σηκώθηκε, πήρε το κράνος του, γύρισε το μικρό ταμπελάκι στην ξύλινη εξώπορτα της βιβλιοθήκης κι από «ανοιχτή» το έκανε να φαίνεται απ’ έξω «κλειστή».
- Καληνύχτα Γεώργη! Αύριο πάλι, είπε και έφυγε για το σπίτι του.

Τώρα αναλάμβανε ο ηλικιωμένος κύριος δουλειά. Θα έπρεπε να καθαρίσει το δάπεδο και τα ράφια από σκόνες και δαχτυλιές. Δεν ήταν ούτε δύσκολη ούτε βαριά η δουλειά του. Χαιρόταν να περνά το χέρι του με το μαλακό πανί πάνω από το ξύλο και να χαϊδεύει τις ράχες των βιβλίων. Ήταν η ώρα που έπαιρνε με την ησυχία του κάποιο από αυτά και το ξεφύλλιζε. Δε διάλεγε, έπαιρνε ένα στην τύχη, το ξεφύλλιζε, ταξίδευε με τις εικόνες και θαύμαζε απορώντας με τις ατέλειωτες σελίδες με τα γράμματα. Ένα από κάθε ράφι κάθε φορά.
Γλιστρούσε το χέρι με το πανί κι όπου
σκάλωνε έπιανε το βιβλίο από τη ράχη
και μαλακά το έσερνε έξω.

Το άνοιγε προσεχτικά, σα να ήθελε να μην αφήσει ίχνη των πράξεών του. Ντρεπόταν ο κύριος Γεώργη που δεν ήξερε να διαβάζει. Στην πατρίδα του, όταν ήταν μικρός υπήρχε πόλεμος και μετά φτώχεια και δυστυχία. Έμεινε και μόνος με τη μητέρα του, πού χρόνος και διάθεση για σχολείο. Έτσι έμεινε σχεδόν αγράμματος. Μόνο το όνομά του και μερικές απλές λέξεις ήξερε να γράφει και να διαβάζει.
Το διάβασμα ενός βιβλίου ήταν
γι’ αυτόν ένας άθλος κι αυτός
ήταν πια πολύ μεγάλος για να
τον κατορθώσει! Έτσι αρκούνταν
στο ξεφύλλισμα και στις εικόνες.

Άπλωσε το χέρι του με το μαλακό πανί ο κύριος Γεώργη και ξεσκόνισε τα ράφια. Και να που κι αυτή τη φορά σκαλώνει στη ράχη ενός βιβλίου! Το τραβά, το παίρνει στα χέρια του! Το κοιτάζει! Είναι ένα αλλιώτικο βιβλίο. Ακόμα και το εξώφυλλο είναι διαφορετικό. Δεν είναι φωτογραφίες, δεν είναι ζωγραφιές, είναι χάρτες. Αχ! πόσο θα ήθελε να μπορούσε να διαβάζει και να έβρισκε την πατρίδα του, να έβρισκε την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε! Και μετά να έκανε πάλι πάνω στις σελίδες με τους χάρτες εκείνο το ταξίδι! Να περνούσε και πάλι τη Μεγάλη Θάλασσα και τα ψηλά βουνά! Να έβρισκε και την καινούρια πατρίδα του, τη Μικρή Πολιτεία που αγάπησε τόσο πολύ!

-Ντριν, ντριν, ντριν, το κουδούνι στην πόρτα και η φωνή του κυρίου Αλπέρ, του φίλου του κυρίου Γεώργη τον έφεραν και πάλι στην πραγματικότητα.
Έβαλε με μεγάλη προσοχή το βιβλίο με τους χάρτες στη θέση του, στο ράφι, ανάμεσα στα άλλα βιβλία, προσέχοντας να μην αφήσει ίχνη της μετακίνησής του, βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας τα φώτα και καθώς είχε τελειώσει τη δουλειά του βγήκε από τη βιβλιοθήκη. Ο φίλος του τον περίμενε στο πλατύσκαλο, όπως κάθε βράδυ.

Η ησυχία είχε πια απλωθεί στους χώρους της βιβλιοθήκης. Τα βιβλία έμοιαζε να ξεκουράζονται πάνω στα ράφια. Το καθένα στη θέση του, η κάθε ομάδα στο ράφι της. Το σκοτάδι έμοιαζε να τα σκέπαζε όλα και μόνο μικρές λεπίδες θαμπού φωτός έσχιζαν τη μονοτονία του μαύρου, καθώς η λάμπα του φωτισμού στο δρόμο έστελνε ακτίνες ανάμεσα από τις γρίλιες του παράθυρου πάνω στα ράφια με τα βιβλία.

Ένα μικρό τρίξιμο έσπασε σε μια στιγμή την ησυχία της νύχτας. Σαν ένα βιβλίο να σύρθηκε πάνω στο ξύλινο ράφι. Ησυχία! Λίγα λεπτά μετά ο ήχος επαναλαμβάνεται… Ησυχία! Τώρα μια μικρή σκιά σαν να σχηματίστηκε στο ράφι. Είναι εκεί που στέκονται τα ταξιδιωτικά. Ο θόρυβος κάθε λίγο επαναλαμβάνεται αλλά τώρα συνοδεύεται κι από ένα μικρό βογγητό. Κι η μικρή σκιά όλο και μακραίνει. Σε λίγο η ράχη ενός βιβλίου ξεχωρίζει, έχει μετακινηθεί και έχει βγει λίγο πιο έξω. Το σύρσιμο συνεχίζεται όλη τη νύχτα και η ράχη του βιβλίου που μετακινείται τώρα πια προεξέχει αρκετά. Το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στα άλλα βιβλία αφήνει τώρα μια λεπτή φωνή να ακουστεί.

-Είσαι ένας άλλος, άλλος, άλλος…..
Σύρσιμο, μουγκριτό και λεπτή φωνή εναλλάσσονται, ώσπου το βιβλίο που μετακινούνταν φτάνει στο χείλος του ραφιού. Ακόμα λίγο και θα πέσει κάτω. Τώρα φαίνεται καθαρά στο λιγοστό φως! Είναι το βιβλίο με τους χάρτες που είχε πάρει στα χέρια του ο κύριος Γεώργη. Ναι, είναι εκείνο σίγουρα. Μα πώς βρέθηκε στο ράφι με τα ταξιδιωτικά μυθιστορήματα; Πώς έγινε αυτό το μπέρδεμα; Αυτό το λάθος; Μάλλον το κουδούνι και η φωνή του φίλου του τον έκαναν να αφήσει βιαστικά σε λάθος θέση το βιβλίο που ξεφύλλιζε. Και τώρα τι ήταν όλα αυτά που γινόταν μέσα στην άδεια και μισοσκότεινη βιβλιοθήκη;

Ο ήλιος ανέτειλε, η λάμπα στο φωτιστικό του δημοτικού φωτισμού έσβησε και το φως του λαμπερού ήλιου πλημμύρισε τη βιβλιοθήκη της μικρής πολιτείας. Κλειδιά έστριψαν και η πόρτα άνοιξε. Ο κύριος Νεκτάριος όπως κάθε μέρα μπήκε με το κράνος στα χέρια και τη μικρή του τσάντα στον ώμο. Τακτοποίησε τα πράγματά του κι άνοιξε τον υπολογιστή στο γραφείο του. Καθώς πήγαινε στο δωματιάκι στο πίσω μέρος της βιβλιοθήκης για να ετοιμάσει τον καφέ του πέρασε μπροστά από τα ράφια της βιβλιοθήκης. Η ματιά του έπιασε το βιβλίο που προεξείχε. Σφυρίζοντας τον αγαπημένο του σκοπό σκούντησε απαλά το βιβλίο φέρνοντάς τη ράχη του στο ίδιο επίπεδο με τα υπόλοιπα και συνέχισε την πορεία του. Δεν πρόσεξε τη λανθασμένη θέση του. Την επόμενη στιγμή η φωνίτσα ξανακούστηκε να λέει:
Μόνο που ήταν πολύ σιγανή και δεν ακούστηκε πέρα από το ράφι με τα ταξιδιωτικά βιβλία.

Η μέρα κύλησε σαν όλες τις άλλες. Ο κύριος Νεκτάριος υποδεχόταν τους επισκέπτες του, τους καθοδηγούσε ανάμεσα στις βιβλιοθήκες και στα ράφια, τους πρότεινε βιβλία, άλλοτε τους διηγούνταν μια μικρή ιστορία κι άλλοτε τους διάβαζε ένα μικρό απόσπασμα με εκείνη τη γλυκιά, ήρεμη φωνή του. Μετά το μεσημέρι ήρθε κι ο κύριος Γεώργη. Κάθισε στη γνωστή του γωνιά στο γραφείο.

Πέρασε η μέρα, ο κύριος Νεκτάριος κοίταξε την ώρα στον υπολογιστή του, γύρισε το ταμπελάκι στην πόρτα, πήρε το κράνος και την τσάντα του, καληνύχτισε τον κύριο Γεώργη κι έφυγε για το σπίτι του.
Ο ηλικιωμένος κύριος πήρε και πάλι την σκούπα και το μαλακό πανί του, γυάλισε τα ράφια και το πάτωμα, σκάλωσε σε ένα βιβλίο, το πήρε στα χέρια του, το ξεφύλλισε, μελαγχόλησε λιγάκι αλλά όταν άκουσε το κουδούνι και τη φωνή του φίλου του χαμογέλασε. Τα έβαλε όλα στη θέση τους, έσβησε τα φώτα και βγήκε έξω για την καθιερωμένη συνάντηση.
Τίποτε δεν άλλαζε στην καθημερινότητα των ανθρώπων και των βιβλίων στη βιβλιοθήκη της Μικρής Πολιτείας.
Τίποτε;

Όλα θα ήταν ίδια αν δεν ακουγόταν και πάλι η λεπτή φωνούλα, αν δε σέρνονταν πάλι κάποιο βιβλίο, αν δεν ακουγόταν ένα βογκητό κι αν δεν μετακινούνταν από τη θέση του ένα βιβλίο από το ράφι με τα ταξιδιωτικά και δεν έφτανε στο χείλος του ραφιού, έτοιμο να πέσει στο πάτωμα!
Μα και πάλι ο ήλιος πρόλαβε και φώτισε την πλάση, μπήκε από τις γρίλιες κι έσβησε τη λάμπα στο φωτιστικό του δημοτικού φωτισμού στο δρόμο. Το βιβλίο με τους χάρτες στεκόταν και πάλι στο χείλος του γκρεμού και η λεπτή φωνούλα συνέχιζε να λέει:
- Είσαι ένας άλλος, άλλος, άλλος ….

Όπως πάντα ο κύριος Νεκτάριος ήρθε στην ώρα του κι όλα κύλησαν όπως κάθε μέρα. Και πάλι την ώρα που περνούσε μπροστά από το ράφι με το βιβλίο που προεξείχε δεν πρόσεξε το λάθος, σκούντησε το βιβλίο στη θέση και δεν άκουσε τη λεπτή φωνούλα που έλεγε:

Μόνο που αυτή τη φορά ένα δάκρυ κύλησε από το εξώφυλλο του βιβλίου με τους χάρτες. Πονούσε η χάρτινη ψυχούλα του. Πώς έγινε και βρέθηκε σε λάθος ράφι; Πώς έγινε και έχασε τους φίλους του; Γιατί δεν τον δέχονταν τα ταξιδιωτικά ανάμεσά τους; Γιατί τον πονούσαν ζουπώντας και σκουντώντας τον στην προσπάθειά τους να τον διώξουν από ανάμεσά τους; Γιατί; Γιατί;

Πέρασε κι αυτή η μέρα όπως και όλες οι προηγούμενες, ήρθε η νύχτα κι η αγωνία του μεγάλωνε μη και καταφέρουν τα διπλανά βιβλία και τον ρίξουν κάτω από το ράφι, στο πάτωμα. Και τότε πόσο εύκολο θα ήταν να ανοίξει η ράχη του, να ξεκολλήσουν οι σελίδες του, να τσακιστούν και να σκισθούν….
Τίποτε δεν άλλαξε κι αυτή τη νύχτα. Το σκοτάδι και η μοναξιά έκαναν τη χάρτινη καρδούλα του να χτυπά σα τρελή αλλά κατάφερε να κρατηθεί στο ράφι με την ελπίδα πως το επόμενο πρωί θα ήταν τυχερό! Θα το έβλεπε ο κύριος Νεκτάριος, θα πρόσεχε το λάθος και θα το έβαζε στη θέση του, μακριά από τα ταξιδιωτικά που τόσο των πλήγωναν.

Ξημέρωσε και πάλι, ήρθε ο κύριος Νεκτάριος με το ποδήλατό του στη βιβλιοθήκη, άφησε το κράνος και την τσάντα του αλλά αυτή τη φορά δεν πήγε στο μικρό δωματιάκι για να ετοιμάσει τον καφέ του. Η ώρα περνούσε και παρέες παιδιών αλλά και μεγάλοι έμπαιναν στη βιβλιοθήκη για να αφήσουν ή να πάρουν κάποιο βιβλίο. Κόντευε μεσημέρι, όταν φάνηκε στην πόρτα η κυρία Ξένη. Η αλήθεια ήταν πως δεν ερχόταν συχνά στη βιβλιοθήκη. Η κυρία Ξένη αγαπούσε τα βιβλία αλλά πιο πολύ αγαπούσε τα ταξίδια. Έτσι έλειπε πολύ συχνά από τη Μικρή Πολιτεία.

-Καλημέρα κύριε Νεκτάριε, είπε και στάθηκε μπροστά στο γραφείο του.
-Πώς μπορώ να σας βοηθήσω; Τη ρώτησε εκείνος και συμπλήρωσε, σίγουρα θα θέλετε κάποιο καινούριο ταξιδιωτικό βιβλίο! Για πού ετοιμάζεστε αυτή τη φορά;
- Πώς με καταλαβαίνετε! Θέλω κάτι για τη Μεγάλη Θάλασσα! Άκουσα πως κάποιο ταξιδιωτικό πρακτορείο ετοιμάζει ταξίδι με ιστιοφόρο για τα παράλιά της. Μήπως έχετε κάτι σχετικό;
-Νομίζω πως υπάρχει κάτι! Πάμε στο ράφι με τα ταξιδιωτικά να δούμε!

- Full access to our public library
- Save favorite books
- Interact with authors
Μια ιστορία για τα βιβλία, για τη διαφορετικότητα,
για τη φιλία

Στη μικρή πολιτεία οι κάτοικοι αγαπούσαν πολύ το διάβασμα. Είχαν φροντίσει λοιπόν να έχουν στην πόλη τους μια μεγάλη δανειστική βιβλιοθήκη.

Ο κύριος Νεκτάριος, ένας ψηλόλιγνος νεαρός βιβλιοθηκονόμος, ήταν από τους πρώτους που συμμετείχαν στην προσπάθεια που ξεκίνησε πριν από λίγα χρόνια. Κάθε πρωί, από την πρώτη μέρα που άνοιξε τις πόρτες του το παλιό κτίριο στο κέντρο της πόλης, απέναντι από το Πάρκο του Ήλιου, ο κύριος Νεκτάριος
βρισκόταν εκεί. Με το ποδήλατό του,
φορώντας το κράνος και
τα μποτάκια του, έφτανε
στον μικρό του παράδεισο,
όπως τον έλεγε. Εκείνος ήταν
που ανέλαβε τον εμπλουτισμό
της βιβλιοθήκης

- < BEGINNING
- END >
-
DOWNLOAD
-
LIKE(7)
-
COMMENT()
-
SHARE
-
SAVE
-
BUY THIS BOOK
(from $8.59+) -
BUY THIS BOOK
(from $8.59+) - DOWNLOAD
- LIKE (7)
- COMMENT ()
- SHARE
- SAVE
- Report
-
BUY
-
LIKE(7)
-
COMMENT()
-
SHARE
- Excessive Violence
- Harassment
- Offensive Pictures
- Spelling & Grammar Errors
- Unfinished
- Other Problem
COMMENTS
Click 'X' to report any negative comments. Thanks!