στη θεματική: "Δημιουργώ και Καινοτομώ"
ΤΙΤΛΟΣ: Ένα βιβλίο γεννιέται
Υπεύθυνη δασκάλα: Ελένη Μαντατζή
Σχ.έτος: 2021-2022

Μια φορά κι έναν καιρό κάπου στα βάθη της Ανατολής, γινόταν ένας μεγάλος πόλεμος. Ένας κακός λαός είχε καταλάβει την πόλη ενός σπουδαίου Ιππότη. Τον Ιππότη τον έλεγαν Αχιλλέα.
Ο Αχιλλέας είχε μαζί του κι έναν λαγό που τον ονόμασε Νίκο.
Μια μέρα ο λαγός πήγε να μαζέψει καρότα και ο Αχιλλέας τον ακολούθησε.
Ο ιππότης και ο λαγός

Όταν ο Νίκος πήγε μέσα στο δάσος, είδε έναν μεγάλο δράκο που έβγαζε φωτιές από το στόμα του. Ευτυχώς ήταν ο Αχιλλέας από πίσω του, τον πήρε και ανέβηκαν πάνω σε ένα δέντρο. Το δέντρο ήταν μια μηλιά και μπόρεσαν να του πετάξουν μήλα. Ο δράκος ζαλίστηκε και έπεσε κάτω.


Μετά ο Αχιλλέας και ο Νίκος κατέβηκαν και πήγαν στην πόλη να αγοράσουν προμήθειες για να πάνε στον πόλεμο. Αγόρασαν και καρότα για τον λαγό. Στην πόλη όμως ο Νίκος και ο Αχιλλέας χάθηκαν. Πριν χαθούν είχαν πει ότι αν τύχει και χαθούν, τότε θα βρεθούν στο σιντριβάνι της μεγάλης πλατείας.
Ο Αχιλλέας, στην προσπάθειά του να βρει το σιντριβάνι, σκόνταψε και χτύπησε το πόδι του. Έπεσε με φοβερούς πόνους στο έδαφος και άρχισε να φωνάζει. Ευτυχώς ο Νίκος ήταν εκεί κοντά και τον άκουσε.

Όταν ήταν η ώρα για να πάνε στον πόλεμο, πήραν το καράβι του και ξεκίνησαν. Όταν έφτασαν, ο Αχιλλέας ρίχτηκε αμέσως στη μάχη. Γρήγορα όμως τραυματίστηκε στο χέρι. Οι συμπολεμιστές του τον μετέφεραν αμέσως σε έναν γιατρό. Εκεί ήταν και ο Νίκος που είχε στραμπουλήξει το πόδι του. Αφού έγιναν και οι δύο καλά γύρισαν πίσω στη μάχη. Στο τέλος κατάφεραν να νικήσουν και να πάρουν την πόλη τους πίσω κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Μιχάλης Α.

Το κορίτσι που δεν είχε φίλους
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που το έλεγαν Μαρία. Η Μαρία είχε διαφορετικό χρώμα από τα άλλα παιδιά και γι’ αυτό κανένας δεν της έκανε παρέα. Η Μαρία ήταν από την Αφρική. Τα παιδιά την κορόιδευαν και δεν μπορούσε να αντιδράσει δυναμικά, χρειαζόταν έναν φίλο.
Μια μέρα ήρθε στο σχολείο ένα κοριτσάκι που της έμοιαζε και φυσικά έγιναν αμέσως φίλες.


Όταν τα παιδιά πήγαν να την κοροϊδέψουν, η Μαρία με την φίλη της είπαν στα παιδιά ότι δεν είναι ωραίο αυτό που κάνουν. Άδικα όμως. Εκείνα συνέχισαν..
Τότε η φίλη της είχε μια ιδέα. Είπε να πάμε όλα τα παιδιά στο γήπεδο και να χωριστούν σε δύο ομάδες για να συναγωνιστούν σε διάφορα παιχνίδια. Τα παιδιά δέχτηκαν.
Έτσι πήγαν όλοι στο γήπεδο και άρχισε το παιχνίδι. Στο τέλος νίκησαν τα δύο κορίτσια με μεγάλη διαφορά πόντων.
Τα παιδιά είπαν στην Μαρία:
-Τελικά δεν είσαι τόσο άσχετη από τα αθλήματα. Κάτι
ξέρεις κι εσύ.
Η Μαρία ρώτησε τα παιδιά, άμα θα τους άρεσε να τους έκαναν το ίδιο πράγμα.
Ένα κορίτσι απάντησε:
-Εμένα μου το έκαναν αυτό όταν ήμουν μικρή.



Τότε τα παιδιά έπαψαν… και η φίλη της Μαρίας είπε:
-Είδατε; Τελικά δεν είναι μόνο αυτή που την κοροϊδεύουν όλα τα παιδιά.
Η Μαρία ζήτησε από όλα τα παιδιά να γίνουν φίλοι. Όλοι είπαν ναιιιιιιιι!!!
Κι έτσι έγιναν όλοι μια παρέα κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Έλενα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Τζο. Ο Τζο ζούσε σε μια παράγκα έξω από ένα μαγικό δάσος. Σε εκείνο το δάσος ζούσαν κάτι νεράιδες. Το δάσος αυτό όμως, το είχε καταραστεί μια κακιά μάγισσα πριν από πολλά χρόνια. Η κατάρα ήταν ότι κάθε χρόνο θα πέθαινε και από μια νεράιδα. Για να λυθεί η κατάρα θα έπρεπε κάποιος γενναίος και δυνατός, αλλά με αγνή ψυχή, να βγάλει ένα σπαθί από μία πέτρα.
Ο Τζο αποφάσισε να σώσει τις νεράιδες. Δύο φίλοι του αποφάσισαν να τον βοηθήσουν. Η Λέτα και ο Τζορτζ, οι δυο καλύτεροί του φίλοι, επισκέφτηκαν το σπίτι του Τζο για να καταστρώσουν ένα σχέδιο για τη λύση της κατάρας. Την επόμενη κιόλας μέρα άρχισε μια νέα περιπέτεια.
Το μαγικό δάσος
Το δάσος με τις νεράιδες


Ψάχνοντας την πέτρα με το ξίφος, ο Τζορτζ παρατήρησε κάτι πέτρες στο χώμα που σχημάτιζαν ένα δρομάκι.
Οι τρεις φίλοι πίστευαν ότι θα τους
έβγαζε στην πέτρα. Όμως ο δρόμος τους οδήγησε στο κάστρο της μάγισσας. Φτάνοντας κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο ουρανός ήταν μαυρισμένος και κάτι περίεργα μαύρα πουλιά πετούσαν γύρω από το κάστρο.
Φτάνοντας κοντά οι στρατιώτες τους έπιασαν και δεν τους άφησαν να φύγουν. Έπειτα τους έβαλαν σε ένα μπουντρούμι.
Οι νεράιδες κατάλαβαν ότι κάτι πήγαινε στραβά. Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι έφτασαν στο κάστρο της μάγισσας. Εκεί αναζήτησαν τους τρεις φίλους αλλά δεν μπόρεσαν να τους βρουν.

Η πέτρα με το ξίφος

Δυστυχώς τις έπιασαν και αυτές οι στρατιώτες της μάγισσας και τις φυλάκισαν. Η Λέτα λυπημένη ακούμπησε στον τοίχο και κατά λάθος πάτησε ένα κουμπί. Αυτό το κουμπί τους χάρισε την ελευθερία τους.
Οι νεράιδες έδειξαν τον μυστικό δρόμο για τον βράχο στους τρεις φίλους. Ο Τζορτζ προσπάθησε να βγάλει το ξίφος από τον βράχο όμως δεν τα κατάφερε. Έπειτα προσπάθησαν και οι τρεις, αλλά τίποτα. Στη συνέχεια ζήτησαν και τη βοήθεια των νεράιδων, οι οποίες τους βοήθησαν και κατάφεραν να βγάλουν το ξίφος.
Μόλις έβγαλαν το ξίφος τα μάγια λύθηκαν και ο ουρανός έγινε πάλι γαλανός, όμορφα πουλιά πέταξαν στον ουρανό και το καταραμένο δάσος έγινε και πάλι καταπράσινο με όμορφα λουλούδια. Οι τρεις φίλοι μαζί με τις νεράιδες έζησαν για πάντα σε αυτό το πανέμορφο δάσος.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα !!!
Νικολέτα

Το κρυμμένο κλειδί
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Μαρία. Η Μαρία έπρεπε να ελευθερώσει τη μαμά της, που την είχε μαγέψει ένας κακός μάγος.
Ο μάγος αυτός ήταν πολύ πονηρός, γιατί, αντί να τη φυλακίσει στο δωμάτιό του, την κλείδωσε στο υπόγειο.
,

Η Μαρία όμως ήταν και αυτή πολύ έξυπνη. Πήγε πρώτα στο δωμάτιο και επειδή δεν ήταν κανείς μέσα, πήγε μετά στο υπόγειο. Όμως δεν άνοιγε η πόρτα γιατί ήταν κλειδωμένη. Έτσι άρχισε να ψάχνει παντού για το κλειδί. Έψαξε σε όλες τις κούτες, πίσω από την πόρτα και κάτω από το γραφείο. Τελικά ήταν μέσα σε ένα σεντούκι.

Η Μαρία πήγε στην μαμά της. Ήταν τυχερή γιατί έλειπε ο μάγος. Έτσι έδωσε ένα φάρμακο που έλυνε τα μάγια στη μαμά της. Έφυγαν μαζί γρήγορα για να μην έρθει ο μάγος και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Χριστίνα

Το μικρό ποντίκι
Μια φορά κι έναν καιρό ένα μικρό ποντίκι έψαχνε ένα κομμάτι τυρί για να φάει μαζί με την οικογένειά του, αλλά είχε ένα εμπόδιο. Το εμπόδιο αυτό ήταν μια γάτα. Στο δρόμο που πήγαινε να πάρει λίγο τυρί συνάντησε ένα σκαντζόχοιρο που τον ρώτησε που πηγαίνει. Ο ποντικός απαντάει ότι ψάχνει να βρει ένα τυρί. Το ποντίκι ζήτησε να τον βοηθήσει και ο σκαντζόχοιρος δέχτηκε.

Σε λίγο βλέπουν μια γάτα που τους λέει ότι θα τους δώσει το τυρί αρκεί να έρθουν λίγο πιο κοντά της. Ο σκαντζόχοιρος δε συμφώνησε και πέταξε τα αγκάθια του στη γάτα και η γάτα τραυματίστηκε. Τότε οι δυο φίλοι μπόρεσαν να πάρουν το τυρί και να επιστρέψουν σπίτι και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Εφραίμ

Η κούκλα που μιλάει
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι, η Μάντη. Η Μάντη είχε ένα όμορφο κουκλάκι που το είχε ονομάσει Λόλα. Έπαιζαν συνέχεια μαζί. Η Μάντη φανταζόταν ότι η Λόλα ήταν ζωντανή και ήταν η καλύτερή της φίλη.
Όμως ένα βράδυ η Μάντη είδε ένα πολύ περίεργο όνειρο. Είδε ότι η Λόλα ζωντανεύει και μιλάει, λες και ήταν ένας μικροσκοπικός άνθρωπος. Όταν ξύπνησε, τι να δει! Το όνειρό της είχε γίνει πραγματικότητα. Η Λόλα είχε ζωντανέψει! Η Μάντη δεν πίστευε στα μάτια της.


Μόλις κατάλαβε ότι δεν ονειρευόταν η κούκλα της είπε: «Είμαι και εγώ άνθρωπος σαν κι εσένα! Αν θέλεις μπορούμε να γίνουμε φίλες, να λέμε τα μυστικά μας και να παίζουμε ακόμα πιο πολύ, τώρα που ξέρεις ότι μιλάω. Όμως να θυμάσαι, μην πεις σε κανέναν ότι μπορώ να μιλήσω». Η Μάντη κούνησε το κεφάλι της και είπε: «Θέλω να είμαστε φίλες και να λέμε τα μυστικά μας, αλλά πως μπορείς και μιλάς;». Η Λόλα κούνησε τους ώμους, σαν να μην ήξερε τι να απαντήσει.
Τότε η Μάντη άκουσε να έρχεται η μαμά της. Η Μάντη έκρυψε την Λόλα στο κουτί με τα παιχνίδια. Όταν η μαμά της μπήκε μέσα είπε στην Μάντη ότι είναι ώρα για το σχολείο. Η Μάντη ετοιμάστηκε, χαιρέτησε την Λόλα και πήγε στο σχολείο. Όταν γύρισε, ήταν πολύ αγχωμένη και η Λόλα την ρώτησε τι έχει.
Η Μάντη της απάντησε ότι η κυρία ζήτησε από τα παιδιά να πουν ένα ποίημα στην γιορτή του σχολείου. Θα έχει πολύ κόσμο και γι αυτό είναι αγχωμένη. Η Λόλα την εμψύχωσε και της είπε ότι θα την βοηθήσει. Η Μάντη την ευχαρίστησε και όντως η Λόλα την βοήθησε πολύ. Στην παράσταση η Μάντη ήταν καταπληκτική κι από τότε έγιναν αχώριστες κι έζησαν μαζί πολλές περιπέτειες!
Κατερίνα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό γατάκι. Το γατάκι είχε χάσει την οικογένειά του, γιατί οι γονείς του περπατούσαν πολύ γρήγορα, ενώ δεν του είχαν μάθει να περπατάει καλά. Στην πορεία του έσπασε το πόδι και δεν μπορούσε να περπατήσει πια καθόλου. Ένας αδέσποτος σκύλος που περνούσε από εκεί πήγε να δει τι είχε συμβεί. Τότε το ρώτησε:
-Γεια σου μικρό γατάκι, πώς σε λένε;
-Γεια σου, εγώ δεν έχω όνομα, εσένα πώς σε λένε;
-Με λένε Nτόναλντ. Γιατί είσαι πεσμένη κάτω;
-Γιατί έσπασα το πόδι μου και δεν μπορώ να περπατήσω.
-Οι γονείς σου πού είναι για να σε βοηθήσουν;
-Η μαμά μου και ο μπαμπάς μου περπατούσαν πολύ γρήγορα, ενώ δεν μου είχαν μάθει να περπατάω καλά και άργησα να τους φτάσω και έτσι χάθηκα.
Ο Ντόναλντ και το γατάκι

-Θέλεις να πάμε να βρούμε την μαμά σου και τον μπαμπά σου;
-Ναι, θα ήθελα αλλά έχω σπασμένο πόδι.
-Ωωω!!! Καλά, θα σε πάρω στην πλάτη.
-Τέλεια!
Όταν έφτασαν σε μια παιδική χαρά, ο Ντόναλντ είχε κουραστεί πολύ και δεν μπορούσε να κουβαλήσει άλλο το γατάκι.
Το γατάκι του είπε:
-Δες εκεί ένα πράγμα με ρόδες, μπορώ να ανέβω πάνω κι εσύ να με τσουλήσεις.
-Καταπληκτική ιδέα! Αλλά να ξέρεις αυτό το λένε σκέιτμπορντ. -Εντάξει, απάντησε το γατάκι.
Ο Ντόναλντ με χαρά ανέβασε το γατάκι στο σκέιτμπορντ. Άρχισε να το τσουλάει να το τσουλάει μέχρι που το γατάκι είπε STOP.

-Νααα αυτό είναι το σπίτι που μένουμε. Ανέβηκαν τα σκαλιά και τι να δουν…το σπίτι ήταν άδειο. Το γατάκι άρχισε να κλαίει με μαύρο δάκρυ. Ο Ντόναλντ του είπε:
-Μην ανησυχείς μπορούμε να συνεχίσουμε να ψάχνουμε.
-Ευχαριστώ Ντόναλντ.
Το γατάκι έλεγε συνέχεια: “Μα δε θυμάμαι να μένουμε σε άλλο σπίτι. Θυμάμαι μόνο ένα γκαράζ που είχαμε μείνει τον τελευταίο χρόνο”.
-Τέλεια, υπάρχουν λίγα γκαράζ σ’ αυτήν την πόλη. Να ένα δίπλα σ' αυτήν τη σπιταρόνα.
-Πάμε να το δούμε από κοντά.
-Κρατήσου, θα τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορώ.
-Εντάξει κρατιέμαι.
-Ναι, νομίζω πως αυτό είναι.

Ανέβηκαν τα σκαλιά και είδαν την οικογένειά του. Το γατάκι καταχάρηκε και ο Ντόναλντ το έσπρωξε τόσο δυνατά που έπεσε κατευθείαν στην αγκαλιά της μαμάς του. Το γατάκι φώναξε τον Ντόναλντ να ‘ρθει μέσα. Ο Ντόναλντ ήρθε με χαρά τρέχοντας μέσα.
Η μαμά του γατιού ρώτησε το γατάκι:
-Ποιος είναι αυτός ο σκύλος;
-Ο νέος μου φίλος, ο Ντόναλντ.
-Γειά σου Ντόναλντ! θέλεις να μείνεις μαζί μας;
-Ναι, θα το ήθελα πολύ!
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Μάρω

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν στο βουνό Όλυμπος οι 12 Θεοί και αρχηγός τους ήταν ο Δίας. Μια μέρα ο Άδης, ο αδερφός του Δία, την ώρα που εκείνος κοιμόταν τον πήρε αγκαλιά, τον μετέφερε στον κάτω κόσμο και τον κλείδωσε με σκοπό να του πάρει τον θρόνο.
Η Ήρα, η γυναίκα του, εκείνη την ώρα δεν κατάλαβε κάτι. Όταν όμως ο Δίας ξύπνησε, έβαλε τις φωνές και τότε η Ηρα τις άκουσε, αλλά νόμιζε ότι κάτι έπαθε ο Άδης.
Η περιπέτεια του Δία

Όταν πήγε στον κάτω κόσμο, είδε τον Δία κλειδωμένο και τον ρώτησε τι έγινε. Ο Δίας της είπε, ότι ο Άδης τον έφερε εδώ για να πάρει την εξουσία στον Όλυμπο. Ο Δίας τα ήξερε αυτά γιατί ο Άδης του είχε αφήσει ένα σημείωμα.
Την ίδια μέρα το βράδυ η Ήρα, όταν κοιμόταν ο Άδης, πήρε τον Δία αγκαλιά και τον ανέβασε στον ¨Όλυμπο. Ο Δίας όταν ανέβηκε, είδε τους θεούς να κάνουν πάρτυ γιατί ξαναγύρισε κοντά τους.
Μιχάλης Ρ.


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γενναίος ιππότης με τον στρατό του. Μια μέρα εκεί που περπατούσαν στο δάσος ακούστηκε από μακριά κοριτσίστικη φωνή που φώναζε: "Βοήθεια, βοήθεια με κρατούν όμηρο".
Μόλις άκουσε ο ιππότης τις φωνές ανέβηκε στο άλογό του και οι φωνές τον οδηγούσαν προς το κάστρο ενός δράκου, ο οποίος κρατούσε αιχμάλωτη μία πριγκίπισσα.
Καθώς προχωρούσε ο ιππότης με το στρατό του στο ατελείωτο δάσος, συνάντησαν πέντε ληστές. Αυτοί τους είχαν στήσει παγίδες για να τους ληστέψουν.
Ο ιππότης και η πριγκίπισσα

Ο ιππότης, εκτός από δυνατός ήταν και έξυπνος. Είδε τις παγίδες και τις πέρασε με ευκολία.
Στη συνέχεια συνάντησαν κάποιους κακοποιούς με γρήγορα άλογα που προσπάθησαν να τους σκοτώσουν. Οι σκύλοι του στρατού κυνήγησαν τα άλογα και τους δάγκωναν τα πόδια. Εκείνα φοβήθηκαν και εξαφανίστηκαν.
Μετά από αυτά, ξεκίνησαν πάλι για το κάστρο, όμως οι φωνές σταμάτησαν και έτσι έχασαν το δρόμο τους. Έψαχναν, ξαναέψαχναν ώσπου ευτυχώς η πριγκίπισσα ξανακούστηκε. Βρήκαν γρήγορα το δρόμο και εφτασαν στο κάστρο.
Ο ιππότης με το στρατό του έκαναν σκληρή μάχη με το δράκο για να σώσουν την πριγκίπισσα. Τελικά κατάφεραν να τον σκοτώσουν και να σώσουν την πριγκιπισσα. Πήγαν την κοπέλα στο παλάτι της και για να τους ευχαριστήσει ο πατέρας της, ο βασιλιάς, τούς χάρισε ένα δώρο.
Ο ιππότης και η πριγκίπισσα έγιναν καλοί φίλοι κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Μαρία-Στεργία

Μία νέα οικογένεια
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι το οποίο το έλεγαν Στέλλα. Η Στέλλα ήταν ορφανή και ήθελε να βρει μία οικογένεια να την υιοθετήσει. Ένα βράδυ αποφάσισε να μείνει ξύπνια και να σκεφτεί ένα σχέδιο για το πώς να φύγει από το ορφανοτροφείο.
Έτσι πήγε στην είσοδο και προσπάθησε να σπρώξει την πόρτα. Για καλή της τύχη, ο κύριος του ορφανοτροφείου είχε ξεχάσει την πόρτα ξεκλείδωτη και έτσι βγήκε έξω. Η κεντρική πύλη είχε κάγκελα κι έτσι πέρασε από μέσα.
Η Στέλλα ήταν πολύ χαρούμενη που τα κατάφερε. Ήταν αποφασισμένη να βρει έστω και μία οικογένεια που να μην έχει κάποιο παιδί για να την υιοθετήσει.

Στο δρόμο που περπατούσε είδε κάποιους να την πλησιάζουν. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν άνθρωποι που ήθελαν να την υιοθετήσουν, όμως όταν τους είδε καλύτερα κατάλαβε ότι δεν ήταν καλοί άνθρωποι, ήταν κακοποιοί. Η Στέλλα άρχισε να τρέχει φωνάζοντας:
- Βοήθειαααα!!!
Κάποια στιγμή, έφτασε σε αδιέξοδο. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε ξαφνικά φάνηκε ένα άλλο κορίτσι που πλησίασε και χτύπησε τους κακοποιούς. Η Στέλλα κατάλαβε ότι είναι ένα καλό κορίτσι. Αμέσως γνωρίστηκαν και η Στέλλα της είπε το πρόβλημά της. Το κορίτσι, που το έλεγαν Μαρίνα, δέχτηκε να τη βοηθήσει να βρει μια οικογένεια. Καθώς περπατούσαν, η Μαρίνα κατάλαβε ότι χάθηκαν στο δάσος και είπε στην Στέλλα:
- Νομίζω πως χαθήκαμε.

Η Στέλλα φοβήθηκε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Η Μαρίνα όμως την καθησύχασε λέγοντάς της:
- Ας βρούμε ένα μέρος να κοιμηθούμε κι ας συνεχίσουμε το πρωί.
Τα κορίτσια έψαξαν και στο τέλος βρήκαν μια σπηλιά. Η Στέλλα και η Μαρίνα κοιμήθηκαν. Την άλλη μέρα, συνέχισαν να ψάχνουν την έξοδο του δάσους. Τελικά τη βρήκαν και βγήκαν από το δάσος.
Η Στέλλα και η Μαρίνα συνέχισαν τον δρόμο τους. Κάποια στιγμή βρήκαν ένα σπίτι. Ρώτησαν τους ανθρώπους αν ήθελαν να πάρουν τη Στέλλα σαν παιδί τους. Όμως εκείνοι αρνήθηκαν. Μετά από αρκετές ώρες η Στέλλα με την Μαρίνα είχαν ψάξει πολλά σπίτια αλλά κανένα δε δέχτηκε να πάρει την Στέλλα.

Τότε η Μαρίνα σκέφτηκε κάτι και ρώτησε την Στέλλα:
- Θες να έρθεις στη δική μου οικογένεια;
Η Στέλλα ενθουσιάστηκε. Αποφάσισαν λοιπόν να πάνε και να ρωτήσουν την οικογένεια της Μαρίνας. Οι γονείς της δέχτηκαν με μεγάλη χαρά και την πήραν στην οικογένειά τους.
Η Στέλλα ήταν επιτέλους ευτυχισμένη! Άννα Μαρία

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Άγγελος, o οποίος ήθελε πολύ να ταξιδέψει στο φεγγάρι. Μια μέρα πραγματοποιήθηκε η ευχή του. Διάβασε σε μια εφημερίδα ότι ήθελαν στη NASA κάποιον να βάλει την σημαία της χώρας του στο φεγγάρι.
Το διαστημικό ταξίδι

Όταν έφτασε στο φεγγάρι, συνειδητοποίησε ότι του τελείωσαν τα καύσιμα και δεν ήξερε πώς να συνεννοηθεί με τη βάση του.
Τότε είδε στο βάθος να περπατάει κάποιος. Ήταν ένας εξωγήινος που πλησίαζε κοντά του. Αφού κατάφεραν να συνεννοηθούν με νοήματα, ο εξωγήινος τον βοήθησε να μιλήσει με τη βάση.

Πριν έρθει ένας άλλος πύραυλος να τον πάρει έβαλε τη σημαία της χώρας του.
Αργότερα ήρθε ο πύραυλος, τον πήρε και πήγε στη Γη.
Αυτή τη στιγμή τη θυμόταν πάντοτε. Κωνσταντίνος

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα λιοντάρι. Ήταν ο μεγάλος βασιλιάς της ζούγκλας. Μια μέρα εμφανίστηκε ένα τέρας κι όλα τα ζώα τρόμαξαν και έφυγαν. Το τέρας ήταν πολύ τρομακτικό. Έμοιαζε με κένταυρο. Είχε τέσσερα πόδια και δύο μεγάλα χέρια με κοφτερά νύχια. Στο κεφάλι είχε δύο μυτερά κέρατα και κοφτερά δόντια. Για ουρά είχε ουρά δράκου με μυτερά καρφιά. Όλο του το σώμα ήταν καλυμμένο με σκληρές φολίδες.
Το τέρας έγινε από μόνος του βασιλιάς, αλλά το λιοντάρι, που το έλεγαν Οδυσσέα, αποφάσισε να σκοτώσει το τέρας και να ελευθερώσει τη ζούγκλα.
Το λιοντάρι και το τέρας
- Full access to our public library
- Save favorite books
- Interact with authors
στη θεματική: "Δημιουργώ και Καινοτομώ"
ΤΙΤΛΟΣ: Ένα βιβλίο γεννιέται
Υπεύθυνη δασκάλα: Ελένη Μαντατζή
Σχ.έτος: 2021-2022

Μια φορά κι έναν καιρό κάπου στα βάθη της Ανατολής, γινόταν ένας μεγάλος πόλεμος. Ένας κακός λαός είχε καταλάβει την πόλη ενός σπουδαίου Ιππότη. Τον Ιππότη τον έλεγαν Αχιλλέα.
Ο Αχιλλέας είχε μαζί του κι έναν λαγό που τον ονόμασε Νίκο.
Μια μέρα ο λαγός πήγε να μαζέψει καρότα και ο Αχιλλέας τον ακολούθησε.
Ο ιππότης και ο λαγός

Όταν ο Νίκος πήγε μέσα στο δάσος, είδε έναν μεγάλο δράκο που έβγαζε φωτιές από το στόμα του. Ευτυχώς ήταν ο Αχιλλέας από πίσω του, τον πήρε και ανέβηκαν πάνω σε ένα δέντρο. Το δέντρο ήταν μια μηλιά και μπόρεσαν να του πετάξουν μήλα. Ο δράκος ζαλίστηκε και έπεσε κάτω.


Μετά ο Αχιλλέας και ο Νίκος κατέβηκαν και πήγαν στην πόλη να αγοράσουν προμήθειες για να πάνε στον πόλεμο. Αγόρασαν και καρότα για τον λαγό. Στην πόλη όμως ο Νίκος και ο Αχιλλέας χάθηκαν. Πριν χαθούν είχαν πει ότι αν τύχει και χαθούν, τότε θα βρεθούν στο σιντριβάνι της μεγάλης πλατείας.
- < BEGINNING
- END >
-
DOWNLOAD
-
LIKE(3)
-
COMMENT()
-
SHARE
-
SAVE
-
BUY THIS BOOK
(from $18.79+) -
BUY THIS BOOK
(from $18.79+) - DOWNLOAD
- LIKE (3)
- COMMENT ()
- SHARE
- SAVE
- Report
-
BUY
-
LIKE(3)
-
COMMENT()
-
SHARE
- Excessive Violence
- Harassment
- Offensive Pictures
- Spelling & Grammar Errors
- Unfinished
- Other Problem
COMMENTS
Click 'X' to report any negative comments. Thanks!